
Για περισσότερες από τέσσερις δεκαετίες, πολλοί πολιτικοί στη Δύση έχουν την ελπίδα ότι οι διαπραγματεύσεις με το ισλαμιστικό καθεστώς του Ιράν θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε αλλαγή της συμπεριφοράς και της στάσης του απέναντι στη Δύση. Ξανά και ξανά, διάφορες διπλωματικές πρωτοβουλίες, οικονομικά κίνητρα και παραχωρήσεις έχουν γίνει στην Τεχεράνη με την ελπίδα ότι εάν δεσμευτεί θα ακολουθήσει μια πιο μετριοπαθή πολιτική. Ωστόσο, κάθε προσπάθεια για διπλωματική προσέγγιση έχει αποτύχει και, δυστυχώς, θα συνεχίσει να αποτυγχάνει. Είτε μας αρέσει είτε όχι, η φύση του ιρανικού καθεστώτος είναι αδιαχώριστη από τα ιδεολογικά του θεμέλια. Η Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν δεν είναι ένα κανονικό κράτος, ούτε καν μια συμβατική δικτατορία. Είναι μια ιδεολογική οντότητα που αντλεί την ίδια της την ταυτότητα από την εναντίωση στις Ηνωμένες Πολιτείες, το Ισραήλ και τη Δύση.
Από τη στιγμή που γεννήθηκε η Ισλαμική Δημοκρατία από την επανάσταση του 1979, η βασική της ταυτότητα σφυρηλατήθηκε με σκοπό την εναντίωσή της στις Ηνωμένες Πολιτείες και το Ισραήλ. Δεν επρόκειτο απλώς για θέσεις εξωτερικής πολιτικής, αλλά για κεντρικές αρχές της ύπαρξης του καθεστώτος. Το καθεστώς αναφέρεται στις Ηνωμένες Πολιτείες ως ο «Μεγάλος Σατανάς» και στο Ισραήλ ως ο «Μικρός Σατανάς», τοποθετώντας τον εαυτό του δικαίως ως τη δύναμη της Θείας Δικαιοσύνης ενάντια σε αυτές τις υποτιθέμενες ενσαρκώσεις του κακού.
Για τους ιρανούς μουλάδες, η εχθρότητα προς την Αμερική και το Ισραήλ δεν είναι απλώς ρητορική, αλλά αποτελεί τον θεμελιώδη πυλώνα της νομιμότητάς τους. Εάν το καθεστώς εγκατέλειπε την εχθρότητά του προς τις ΗΠΑ και το Ισραήλ, θα έχανε κάθε αιτιολόγηση πάνω στην οποία έχει χτίσει την ισχύ του.
Σε αντίθεση με τις πραγματιστικές απολυταρχίες που εμπλέκονται σε εχθροπραξίες για στρατηγικούς λόγους —αλλά μπορούν να αλλάξουν πορεία αν χρειαστεί— οι ηγέτες του ιρανικού καθεστώτος θεωρούν την εναντίωση στη Δύση ως θρησκευτικό καθήκον. Το να γίνουν φίλοι με την Αμερική ή το Ισραήλ θα σήμαινε ότι προδίδουν τις επαναστατικές ισλαμιστικές ρίζες τους, που είναι ο βασικός λόγος της ύπαρξής τους, όπως πιστεύουν οι ίδιοι. Κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε να γίνει χωρίς να καταρρεύσουν εκ των έσω, όπως οι ΗΠΑ δεν θα μπορούσαν να εγκαταλείψουν τις αρχές της ατομικής ελευθερίας και της ισονομίας βάσει του νόμου ή της ελευθερίας του λόγου.
Παρά αυτή τη σταθερή πραγματικότητα, διαδοχικές δυτικές κυβερνήσεις προσπάθησαν επανειλημμένα να συνεργαστούν με το Ιράν, πιθανώς με την πεποίθηση ότι τα οικονομικά ή διπλωματικά κίνητρα θα μπορούσαν να αλλάξουν τη στάση του. Η προσέγγιση της κυβέρνησης Ομπάμα ήταν ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Επιδιώκοντας μια «πυρηνική συμφωνία», η Ουάσιγκτον ήρε τις κυρώσεις, παρείχε δισεκατομμύρια δολάρια προς ελάφρυνση των κυρώσεων, και παρέδωσε ολόκληρες παλέτες με μετρητά στους κυβερνώντες μουλάδες. Το αποτέλεσμα; Το ιρανικό καθεστώς όχι μόνο δεν άμβλυνε τη συμπεριφορά του, αλλά αντιθέτως κλιμάκωσε την εχθρότητά του, χρησιμοποιώντας τα κεφάλαια που έλαβε από τις ΗΠΑ. Συνθήματα όπως «Θάνατος στην Αμερική» και «Θάνατος στο Ισραήλ» ακούγονταν πιο έντονα, η Τεχεράνη διοχέτευσε περισσότερα χρήματα σε τρομοκράτες όπως η Χεζμπολάχ και η Χαμάς, πραγματοποίησε εμπλουτισμό ουρανίου πιο γρήγορα από ποτέ, και εξαπέλυσε την επιθετικότητά της σε ολόκληρη τη Μέση Ανατολή.
Αντί να χρησιμοποιήσει το απροσδόκητο οικονομικό κέρδος από την πυρηνική συμφωνία για να βελτιώσει τη ζωή των απλών Ιρανών, το καθεστώς το χρησιμοποίησε για να εδραιώσει το ισλαμιστικό του σύστημα, να επεκτείνει τη στρατιωτική του εμβέλεια και να επιταχύνει τις φιλοδοξίες του για πυρηνικά όπλα. Κάθε διαπραγμάτευση με το Ιράν ακολουθεί το ίδιο μοτίβο: το ιρανικό καθεστώς δίνει υποσχέσεις, εξασφαλίζει οικονομικά και πολιτικά οφέλη, και στη συνέχεια, μόλις ενισχύσει τη θέση του, συνεχίζει τις πολεμικές του ενέργειες.
Μία από τις μεγαλύτερες ψευδαισθήσεις της δυτικής διπλωματίας είναι η πεποίθηση ότι το Ιράν μπορεί να πειστεί να εγκαταλείψει το πυρηνικό του πρόγραμμα μέσω διαπραγματεύσεων. Η Ισλαμική Δημοκρατία θεωρεί τα πυρηνικά όπλα ως τον απόλυτο εγγυητή της επιβίωσής της. Το καθεστώς έχει μάθει από την Ιστορία. Είδε τι συνέβη με τον Μουαμάρ Καντάφι της Λιβύης —ο οποίος, ενώ συμφώνησε να διαλύσει το πυρηνικό του πρόγραμμα, στη συνέχεια ανετράπη και δολοφονήθηκε. Ο «Ανώτατος Ηγέτης» του Ιράν Αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ έχει δηλώσει ρητά ότι η μοίρα του Καντάφι αποδεικνύει γιατί το Ιράν δεν πρέπει ποτέ να παραδώσει τα πυρηνικά του όπλα.
Όπως και με τη Βόρεια Κορέα, οι διαπραγματεύσεις ενδέχεται να επιβραδύνουν προσωρινά την ανάπτυξη πυρηνικών όπλων στο Ιράν, αλλά όχι να την σταματήσουν. Το καθεστώς θα δώσει τη συγκατάθεσή του για συνομιλίες μόνο όταν χρειαστεί να κερδίσει χρόνο —είτε για να ανοικοδομήσει την οικονομία του υπό το κάλυμμα της διπλωματίας, να εφησυχάσει τη Δύση ή να περιμένει να λήξει ένα δυσμενές πολιτικό κλίμα, όπως του Τραμπ. Ο στόχος του καθεστώτος παραμένει πάντα ο ίδιος: απόκτηση πυρηνικών όπλων για να εδραιώσει την περιφερειακή του κυριαρχία και να αποτρέψει κάθε προσπάθεια απομάκρυνσης του καθεστώτος από την εξουσία.
Καμία χώρα δεν αντιλαμβάνεται το ιρανικό καθεστώς καλύτερα από το Ισραήλ. Σε αντίθεση με ορισμένους δυτικούς πολιτικούς που συνεχίζουν να τρέφουν ψευδαισθήσεις διπλωματικής προσέγγισης, το Ισραήλ γνωρίζει από πρώτο χέρι ότι το ιρανικό καθεστώς είναι χτισμένο επάνω σε ψέματα και δόλο. Η ηγεσία του Ιράν έχει δηλώσει ανοιχτά τον στόχο της να εξαλείψει το Ισραήλ από τον χάρτη, και το σύνταγμα του Ιράν δηλώνει ρητά τη δέσμευσή του να εξάγει την ισλαμιστική επανάσταση σε ολόκληρο τον κόσμο. Για αυτούς τους λόγους το Ισραήλ, πιθανότατα ανησυχώντας για το κόστος της απώλειας χρόνου και ευκαιριών, αντιτίθεται σε οποιεσδήποτε διαπραγματεύσεις με το Ιράν.
Είναι καιρός η Δύση να εγκαταλείψει την αποτυχημένη στρατηγική της εμπλοκής με το καθεστώς του Ιράν. Η διπλωματία δεν έχει λειτουργήσει για περισσότερες από τέσσερις δεκαετίες. Αλίμονο, γιατί αυτό δεν θα γίνει ποτέ. Η Ισλαμική Δημοκρατία δεν είναι ένας ορθολογικός κρατικός φορέας με τον οποίο μπορεί να συνεργαστεί κανείς μέσω οικονομικών κινήτρων ή διπλωματικών προσεγγίσεων. Είναι ένα ιδεολογικό καθεστώς που θεωρεί ότι έχει θεϊκή εντολή να εναντιωθεί στη Δύση.
Εάν η Δύση θέλει πραγματικά να αντιμετωπίσει την απειλή που θέτει το ιρανικό καθεστώς, πρέπει να σταματήσει τις άκαρπες διαπραγματεύσεις, και αντ' αυτού να υιοθετήσει μια στρατηγική ισχύος. Αυτό σημαίνει πλήρη υποστήριξη της στάσης του Ισραήλ απέναντι στο Ιράν και λήψη αποφασιστικών μέτρων για να εμποδίσει το Ιράν να αποκτήσει πυρηνικά όπλα. Δυστυχώς, ο μόνος τρόπος για να εξουδετερωθεί η ιρανική απειλή είναι η επίδειξη ισχύος. Το καθεστώς στην Τεχεράνη αντιλαμβάνεται μόνο τη βία. Έως ότου η Δύση αναγνωρίσει αυτή την πραγματικότητα, θα συνεχίσει να πλανάται, ενώ το ιρανικό καθεστώς θα κερδίζει χρόνο για να προωθήσει τις φιλοδοξίες του ανεξέλεγκτα.
Ο Δρ Majid Rafizadeh, είναι πολιτικός επιστήμονας, αναλυτής με σπουδές στο Χάρβαρντ και μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Harvard International Review. Έχει συγγράψει πολλά βιβλία για την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ. Μπορείτε να επικοινωνήσετε μαζί του στη διεύθυνση dr.rafizadeh@post.harvard.edu