Η Γερμανία σήμερα προσφέρει στον κόσμο ένα ανησυχητικό θέαμα: ένα κράτος σε επιθανάτιο ρόγχο, το οποίο, υπό το πρόσχημα της δημοκρατικής αρετής, βυθίζεται στον αυταρχισμό. Η διάβρωση των πολιτικών ελευθεριών δεν συμβαίνει μέσω πραξικοπήματος, αλλά μέσω της αργής συσσώρευσης διοικητικών, νομικών και αστυνομικών μέτρων που διαμορφώνουν τα περιγράμματα μιας δικτατορίας που είναι τόσο αδυσώπητη, ώστε έχει πείσει τον εαυτό της ότι είναι ενάρετη.
1. Η ταξινόμηση του AfD από μια διοικητική υπηρεσία
Την άνοιξη του 2025, η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Προστασίας του Συντάγματος (BfV, η εγχώρια υπηρεσία πληροφοριών της Γερμανίας) χαρακτήρισε το πολιτικό κόμμα Alternative für Deutschland (AfD) ως «δεξιά εξτρεμιστική» οργάνωση. Αυτή η ταξινόμηση έδωσε στις αρχές την εξουσία να θέτουν τα μέλη και τους υποστηρικτές του υπό αστυνομική επιτήρηση χωρίς πρωτύτερη δικαστική άδεια, συμπεριλαμβανομένων μέτρων όπως η παρακολούθηση ιδιωτικών επικοινωνιών ή η στρατολόγηση πληροφοριοδοτών από την BfV εντός του κόμματος.
Αυτή η «κρίση» δεν εκδόθηκε από ανεξάρτητο δικαστήριο. Δημιουργήθηκε από μια διοικητική υπηρεσία που υπάγεται απευθείας στην εξουσία του Υπουργού Εσωτερικών. Το BfV δεν είναι καν διοικητικό δικαστήριο. Είναι ένα γραφειοκρατικό όργανο, που εκδίδει εκθέσεις και στρατολογεί πληροφοριοδότες χωρίς να επιτρέπει στα εμπλεκόμενα μέρη να παρουσιάσουν την υπόθεσή τους. Όταν ένα άτομο ή ένα κόμμα χαρακτηρίζεται ως «φασιστικό», και κατά συνέπεια αποκλείεται από τη Γερμανία, δεν είναι επιθυμητό να του δοθεί τουλάχιστον το δικαίωμα να υπερασπιστεί τον εαυτό του; Λοιπόν, σύμφωνα με τη γερμανική νομοθεσία του 2025, η απάντηση είναι nein.
Ακόμα χειρότερα, ο φάκελος που αιτιολογεί αυτόν τον χαρακτηρισμό δεν έχει δημοσιοποιηθεί ποτέ. Συνεπώς, υπάρχει πλήρης απουσία διαδικασίας κατ' αντιπαράθεση. Το AfD δεν ερωτήθηκε ποτέ, και ακόμη και εκ των υστέρων, δεν έχει κανένα δικαίωμα να γνωρίζει γιατί, για ποιους λόγους, βάσει ποιων αποδεικτικών στοιχείων και εγγράφων, αποβλήθηκε από τη γερμανική «δημοκρατική» σφαίρα.
Συνεπώς, το AfD περιορίστηκε στο να προσφύγει στα δικαστήρια για να αμφισβητήσει αυτήν την ετικέτα που του δόθηκε. Πώς μπορεί το AfD να αμφισβητήσει αποτελεσματικά έναν χαρακτηρισμό όταν τα έγγραφα παραμένουν απόρρητα, ώστε να μην μπορεί καν να γνωρίζει τι είναι αυτό που αμφισβητεί; Πώς μπορεί να αμφισβητήσει τον όρο «ακροδεξιά» όταν αυτός δεν ορίζεται πουθενά; Από τις αρχές του Μεσαίωνα, η παράδοση του κράτους δικαίου ―Rechtsstaat στα γερμανικά― απαιτεί οι καταδίκες να βασίζονται σε ακριβείς και αυστηρά καθορισμένες κατηγορίες. Nullum crimen, nulla poena sine lege. Κανένα έγκλημα, καμία τιμωρία χωρίς προηγούμενο ορισμό. Είναι επαρκές το γεγονός ότι το AfD υπερασπίζεται θέσεις πιο «δεξιές» από άλλα κόμματα ώστε να δικαιολογήσει έναν τέτοιο χαρακτηρισμό; Δεδομένου ότι το πρόγραμμα του AfD είναι σε πολλά σημεία ―όπως π.χ. το δικαίωμα οπλοκατοχής― πιο «αριστερό» από το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα των ΗΠΑ, θα πρέπει κανείς να συμπεράνει ότι η σημερινή κυβέρνηση των ΗΠΑ είναι «υπερ-ναζιστική»;
Αυτό αποτελεί ξεκάθαρη και απλή αυθαιρεσία. Το ζήτημα δεν ήταν ποτέ ο νόμος, αλλά η εξουσία: η αποφασιστικότητα της άρχουσας τάξης να προσκολληθεί στην εξουσία με κάθε κόστος, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει την ποινικοποίηση του ενός τετάρτου του γερμανικού πληθυσμού. Ας μην ξεχνάμε το εξής: η πρώην Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας (Ανατολική Γερμανία) ισχυριζόταν επίσης ότι ήταν «δημοκρατική».
Από τον Μάιο του 2025, δεκάδες χιλιάδες ακτιβιστές, εγχώριοι αιρετοί αξιωματούχοι και απλοί υποστηρικτές του AfD, του κορυφαίου κόμματος της αντιπολίτευσης, έχουν υποβληθεί σε αστυνομική παρακολούθηση χωρίς δικαστική εντολή.
Στη σημερινή Γερμανία, το κορυφαίο κόμμα της αντιπολίτευσης δεν αντιμετωπίζεται ως ένας νόμιμος παράγοντας της δημοκρατικής διαδικασίας, αλλά, χωρίς καμία νόμιμη διαδικασία, ως εσωτερικός εχθρός.
2. Καταστολή της ελευθερίας του λόγου: η ποινικοποίηση της διαφωνίας
Αυτή η καταστολή δεν επηρεάζει μόνο τους ηγέτες, τα μέλη και τους ακτιβιστές του AfD. Επεκτείνεται και στους απλούς πολίτες. Συνταξιούχοι, καταστηματάρχες και φοιτητές διώκονται τώρα επειδή ασκούν κριτική στην κυβερνητική πολιτική για τη μετανάστευση, το κλίμα ή την υγειονομική περίθαλψη. Αντιμετωπίζονται ως εγκληματίες, ακόμη και ως τρομοκράτες ή εμπρηστές, με την κατηγορία της «υποκίνησης μίσους».
Τον Απρίλιο του 2025, για παράδειγμα, ένα βαυαρικό δικαστήριο καταδίκασε τον Ντέιβιντ Μπέντελς, αρχισυντάκτη της Deutschland-Kurier, σε επτά μήνες φυλάκιση με αναστολή. Το «έγκλημά» του; Η δημοσίευση μιας σατιρικής εικόνας που έδειχνε την υπουργό Εσωτερικών Νάνσι Φέζερ να κρατά ένα πλακάτ που έγραφε «Μισώ την ελευθερία της γνώμης». Το δικαστήριο τον καταδίκασε για «υβριστική συμπεριφορά, δυσφήμιση ή συκοφαντία κατά προσώπων της πολιτικής ζωής».
Το 2024, μια 20χρονη γυναίκα εμφανίστηκε ενώπιον δικαστηρίου επειδή προσέβαλε έναν καταδικασμένο βιαστή σε μια ιδιωτική ανταλλαγή μηνυμάτων μέσω WhatsApp. Καταδικάστηκε σε αυστηρότερη ποινή από τον βιαστή, στον οποίο επιβλήθηκε μόνο ποινή με αναστολή.
Αυτά τα κατασταλτικά μέτρα δεν στοχεύουν εξτρεμιστές, αλλά απλούς πολίτες που τολμούν να αμφισβητήσουν την ιδεολογία που προτιμά το κόμμα που βρίσκεται στην εξουσία. Ο νόμος περί επιβολής δικτύων (NetzDG) ενισχύει αυτήν τη λογοκρισία αναγκάζοντας τις διαδικτυακές πλατφόρμες να διαγράφουν περιεχόμενο υπό την ποινή προστίμων, διαβρώνοντας έτσι περαιτέρω την ελευθερία της έκφρασης που «εγγυάται» το Άρθρο 5 του γερμανικού Συντάγματος.
Αυτό το κλίμα φόβου —ο τρόμος μιας αστυνομικής επιδρομής τα ξημερώματα για ένα σχόλιο στο Facebook, ένα «like», ένα retweet— είναι αδίστακτο στη σκληρότητά του και καταστροφικό στις επιπτώσεις του στην κοινή γνώμη. Μετατρέπει τη Γερμανία σε δημοκρατία Ποτέμκιν, όπου μόνο ο επίσημος μονόλογος είναι ανεκτός.
3. Η αποκλεισμένη περιοχή: θεσμοθετημένη κατευθυνόμενη δημοκρατία
Από το 2015, ένας άγραφος αλλά άκαμπτος κανόνας διέπει το ομοσπονδιακό κοινοβούλιο (Bundestag και Bundesrat) και τα περιφερειακά κοινοβούλια: κανένας συνασπισμός δεν μπορεί να σχηματιστεί με το AfD και καμία ψήφος του AfD δεν θα αναγνωριστεί ποτέ ως νόμιμη. Αυτό το Brandmauer (τείχος προστασίας) που σκοπό έχει να θέσει το AfD σε καραντίνα, έχει άμεσο αποτέλεσμα την αναστολή του πολιτικού ανταγωνισμού παγώνοντας το πολιτικό τοπίο. Έκτοτε, η Γερμανία ζει με την ψευδαίσθηση της εναλλαγής μεταξύ Σοσιαλδημοκρατών (SPD) και Πρασίνων από τη μία πλευρά και Χριστιανοδημοκρατών (CDU/CSU) από την άλλη, και όλοι αρνούνται από κοινού να επιτρέψουν στον πραγματικό νικητή να λάβει μέρος στο δημοκρατικό παιχνίδι. Με το 20% των ψήφων στις τελευταίες ομοσπονδιακές εκλογές —σύντομα 26%, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, και πλησιάζοντας το 50% στην πρώην Ανατολική Γερμανία— το AfD αναγκάζει άλλα κόμματα σε αφύσικους συνασπισμούς. Το δόγμα της Μέρκελ κυριαρχεί: είναι καλύτερο για τη «δεξιά» να κυβερνά με την άκρα αριστερά παρά με το AfD.
Ακόμα και όταν το γερμανικό κατεστημένο επιμένει ότι αυτή η κατάσταση είναι «φυσιολογική», ακόμη και οι ευγενείς, διεθνείς παρατηρητές αρχίζουν ευτυχώς να εκφράζουν ανησυχία. Ο αντιπρόεδρος των ΗΠΑ Τζ. Ντ. Βανς δήλωσε πρόσφατα:
«Η αποκήρυξη των θεμελιωδών αξιών της Ευρώπης, οι οποίες είναι ίδιες με αυτές των Ηνωμένων Πολιτειών, είναι ανησυχητική. Σε μια δημοκρατία, η φωνή του λαού είναι αυτή που έχει σημασία και δεν υπάρχει χώρος για αποκλεισμένες περιοχές».
Ο αποκλεισμός του AfD διασφαλίζει ότι η αριστερά θα παραμείνει στην εξουσία επ' αόριστον, ανεξάρτητα από τα αποτελέσματα των εκλογών. Αυτό ισοδυναμεί με διακυβέρνηση από ένα μόνο «κόμμα» και μια ενιαία ιδεολογία —αυτή της άρχουσας τάξης. Η δημοκρατική αλλαγή μέσω της κάλπης στη Γερμανία δεν είναι πλέον δυνατή.
4. Προς μια πλήρη απαγόρευση της αντιπολίτευσης
Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, κυβερνητικοί κύκλοι εξετάζουν τώρα ανοιχτά το ενδεχόμενο πλήρους απαγόρευσης του AfD, με το ψευδές πρόσχημα της «προστασίας του συντάγματος». Η Αναλένα Μπέρμποκ, πρώην υπουργός Εξωτερικών του ακροαριστερού κόμματος των Πρασίνων, δήλωσε στις αρχές του 2024: «Δεν πρέπει να αποκλειστεί το ενδεχόμενο απαγόρευσης του AfD εάν συνεχίσουν να συσσωρεύονται στοιχεία εξτρεμισμού».
Η Σάσκια Έσκεν, αντιπρόεδρος του SPD, πρόσθεσε: «Το AfD δεν είναι πλέον δημοκρατικό κόμμα. Είναι καθήκον του συνταγματικού μας κράτους να το εμποδίσουμε να δράσει».
Ακόμη και το κάποτε συντηρητικό CDU συμμερίζεται αυτή την άποψη, με τον καγκελάριο Φρίντριχ Μερτς να επιβεβαιώνει ότι «όλα τα συνταγματικά μέσα πρέπει να ληφθούν υπόψη» εναντίον του AfD.
Με την ποινικοποίηση του 25% του εκλογικού σώματος είναι σαν να τοποθετεί κανείς δυναμίτη κάτω από ένα κοινόχρηστο σπίτι. Το να καταδικάζεις το ένα τέταρτο του γερμανικού πληθυσμού σε δημοκρατικό θάνατο —στερώντας του κάθε πρόσβαση στην εξουσία, ενώ παράλληλα καταπιέζεις ακόμη και την ευγενική έκφραση των απόψεών του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης— ισοδυναμεί με πρόκληση απεγνωσμένων και βίαιων αντιδράσεων. Αναπόφευκτα, η άρχουσα τάξη θα εκμεταλλευτεί αυτές τις αντιδράσεις για να δικαιολογήσει μια ακόμη πιο στενή προσκόλληση στην εξουσία.
Η σκιά του εμπρησμού του Ράιχσταγκ
Δεν μπορεί κανείς παρά να θυμηθεί τη φωτιά του Ράιχσταγκ στη Γερμανία στις 27 Φεβρουαρίου 1933, που έβαλε ένας ολλανδός κομμουνιστής, την οποία το Ναζιστικό Κόμμα χρησιμοποίησε αμέσως ως πρόσχημα για να αναστείλει τις πολιτικές ελευθερίες και να εδραιώσει την κυριαρχία του στο γερμανικό κράτος. Την επόμενη κιόλας μέρα, ο πρόεδρος Πάουλ φον Χίντενμπουργκ, ανταποκρινόμενος στο επείγον αίτημα του Χίτλερ, υπέγραψε το «Διάταγμα του Προέδρου του Ράιχ για την Προστασία του Λαού και του Κράτους», επικαλούμενος το Άρθρο 48 του Συντάγματος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Το διάταγμα ανέστειλε τις θεμελιώδεις πολιτικές ελευθερίες —ελευθερία έκφρασης, ελευθερία του Τύπου, ελευθερία του συνέρχεσθαι και του συνεταιρίζεσθαι, ιδιωτικότητα της αλληλογραφίας και των επικοινωνιών, προστασία από αυθαίρετες έρευνες και συλλήψεις. Σε αυτή τη βάση, ξεκίνησαν αμέσως μαζικές συλλήψεις πολιτικών αντιπάλων. Το διάταγμα σηματοδότησε ένα αποφασιστικό βήμα στην κατάληψη της ολοκληρωτικής εξουσίας από το Ναζιστικό Κόμμα, ανοίγοντας το δρόμο για την εξάλειψη της αντιπολίτευσης και την εγκαθίδρυση μιας δικτατορίας.
Η Γερμανία σήμερα βρίσκεται σε μια κρίσιμη καμπή. Είτε αποδέχεται τον πραγματικό πλουραλισμό και την ελευθερία της έκφρασης — χωρίς τις οποίες δεν μπορεί να υπάρξει δημοκρατία— είτε υποκύπτει στον πειρασμό να εξαλείψει τη διαφωνία με δικαστικά και αστυνομικά μέσα, φιμώνοντας τη μόνη γνήσια αντιπολίτευση. Αν συμβεί αυτό, δεν θα καταστραφεί το AfD, αλλά η ίδια η γερμανική δημοκρατία.
Οποιαδήποτε δημοκρατία που θέτει εκτός νόμου την αντιπολίτευσή της στο κυβερνόν κόμμα παύει να υπάρχει.
Ένα νέο «Διάταγμα για την Προστασία του Λαού και του Κράτους» —που θέτει υπό απαγόρευση το AfD — δεν θα σηματοδοτούσε τίποτα λιγότερο από τον θάνατο της γερμανικής δημοκρατίας.
Ο Drieu Godefridi είναι νομικός (Πανεπιστήμιο Saint-Louis του Λουβέν), φιλόσοφος (Πανεπιστήμιο Saint-Louis του Λουβέν) και διδάκτωρ Νομικής Θεωρίας (Paris IV-Sorbonne). Είναι επιχειρηματίας, Διευθύνων Σύμβουλος ευρωπαϊκού ομίλου ιδιωτικής εκπαίδευσης και διευθυντής του Ομίλου PAN Medias. Είναι συγγραφέας του βιβλίου The Green Reich (Το Πράσινο Ράιχ) (2020).
