
Το ιρανικό καθεστώς έχει πρόσφατα επιδείξει μια ασυνήθιστη προθυμία να διαπραγματευτεί με την κυβέρνηση Τραμπ για την επίτευξη συμφωνίας με τη Δύση. Αυτή η ξαφνική αλλαγή δεν θα πρέπει να ξεγελάσει τη Δύση, ιδιαίτερα τις Ηνωμένες Πολιτείες, πιστεύοντας ότι οι προθέσεις της Τεχεράνης είναι γνήσιες ή αγαθές. Τα κίνητρα του ιρανικού καθεστώτος έχουν τις ρίζες τους στην απόγνωσή του να διασφαλίσει την επιβίωσή του και να προωθήσει την επεκτατική του ατζέντα, και όχι σε οποιαδήποτε προθυμία να συμμορφωθεί με τους διεθνείς κανόνες ή να προωθήσει την ειρήνη. Η διαπίστωση αυτή είναι κρίσιμης σημασίας για την πρόληψη ενός μοιραίου λάθους.
Η προθυμία του ιρανικού καθεστώτος για σύναψη συμφωνίας καθοδηγείται από διάφορους παράγοντες, ξεκινώντας από την τρέχουσα άνευ προηγουμένου ευάλωτη θέση του. Από τότε που ιδρύθηκε η Ισλαμική Δημοκρατία το 1979, ποτέ δεν ήταν τόσο εύθραυστη όσο τώρα. Χάρη στις ενέργειες του Ισραήλ, η Χεζμπολάχ και η Χαμάς, οι βασικοί σύμμαχοι του Ιράν, έχουν αποδυναμωθεί σοβαρά, και τον Δεκέμβριο, το Ιράν αναγκάστηκε να φύγει από τη Συρία. Η αδυναμία της Χεζμπολάχ να υπερασπιστεί το καθεστώς του Μπασάρ αλ Άσαντ συνέβαλε τελικά στην κατάρρευσή του, στερώντας από το Ιράν τον πιο σημαντικό σύμμαχό του στην περιοχή και αντιπροσωπεύοντας ένα μνημειώδες πλήγμα για το Ιράν. Η Συρία του Άσαντ είχε από καιρό χρησιμεύσει ως κρίσιμος αγωγός για τον εφοδιασμό της Χεζμπολάχ στον Λίβανο και τη διατήρηση της θέσης του Ιράν στο Λεβάντε.
Επιπρόσθετα στα προβλήματα του Ιράν, η άφιξη της κυβέρνησης Τραμπ στην εξουσία έχει αναζωπυρώσει τον φόβο στους ιρανούς ηγέτες για επιστροφή στην πολιτική της «μέγιστης πίεσης». Ο πρόεδρος Ντόναλντ Τζ. Τραμπ, κατά την πρώτη του θητεία ―συνδυάζοντας αυστηρές οικονομικές κυρώσεις με διπλωματική απομόνωση― εφάρμοσε αυτή την οικονομική πολιτική με καταστροφικά αποτελέσματα. Οι εξαγωγές πετρελαίου του Ιράν μειώθηκαν κατακόρυφα, διακόπτοντας την πιο ζωτική πηγή εσόδων για το καθεστώς και επιδεινώνοντας τα οικονομικά του δεινά. Φοβούμενοι μια επανάληψη αυτής της στρατηγικής, οι ιρανοί ηγέτες βρίσκονται τώρα σε απόγνωση προκειμένου να εξασφαλίσουν μια συμφωνία που θα τους προσφέρει ανακούφιση από τις κυρώσεις και θα τους εξασφαλίσει το χρόνο που χρειάζονται για να επανεξοπλιστούν και να ανασυνταχθούν.
Πέρα από την απώλεια των περιφερειακών συμμάχων του και τα έσοδα από το πετρέλαιο, η οικονομία του Ιράν στο εσωτερικό βρίσκεται σε δεινή θέση. Ο πληθωρισμός ωθεί εκατομμύρια πολίτες της χώρας στη φτώχεια. Σύμφωνα με το Iran International, ο ρυθμός πληθωρισμού έφτασε στο ιλιγγιώδες ποσοστό του 40%, αναγκάζοντας την κυβέρνηση και το κοινοβούλιο να αντιμετωπίσουν την τεράστια πρόκληση της αύξησης των μισθών για να συμβαδίσουν ―μια πρακτική που απλώς επιδεινώνει τον πληθωρισμό.
Για πολλούς Ιρανούς, το κόστος ζωής έχει γίνει δυσβάσταχτο, τροφοδοτώντας ακόμη πιο εκτεταμένη δυσαρέσκεια προς το καθεστώς που θα μπορούσε να πυροδοτήσει άλλη μια εθνική εξέγερση, απειλώντας την εξουσία του καθεστώτος. Το Ιράν μπορεί να δει μια συμφωνία με τη Δύση μόνο ως σωσίβιο που θα μπορούσε να προσφέρει οικονομική ανακούφιση και να καταπνίξει την εσωτερική αναταραχή.
Ο πιο επείγων στόχος του καθεστώτος στην επιδίωξη μιας συμφωνίας είναι να εξασφαλίσει ελάφρυνση των κυρώσεων, η οποία πιθανότατα θα διοχέτευε δισεκατομμύρια δολάρια στα ταμεία του. Τέτοια απροσδόκητα κέρδη, ωστόσο, σπάνια, έως ποτέ, δεν χρησιμοποιούνται για τη βελτίωση της ζωής των απλών Ιρανών. Αντίθετα, αυτά τα κεφάλαια πιθανότατα θα διοχετευθούν στις στρατιωτικές και ιδεολογικές επιδιώξεις του καθεστώτος. Δισεκατομμύρια πιθανότατα θα εισρεύσουν ξανά προς τους συμμάχους του Ιράν ―τη Χεζμπολάχ, τη Χαμάς και τους Χούτι στην Υεμένη, καθώς και προς την ιδιωτική πολιτοφυλακή του Ιράν, το Σώμα των Φρουρών της Ισλαμικής Επανάστασης (IRGC).
Η ελάφρυνση των κυρώσεων θα επιτρέψει στο ιρανικό καθεστώς να ξαναρχίσει τις αποσταθεροποιητικές δραστηριότητές του σε ολόκληρη τη Μέση Ανατολή για να επιτεθεί ξανά στον «Μικρό Σατανά» και στον «Μεγάλο Σατανά» ―το Ισραήλ και τις ΗΠΑ αντίστοιχα. Η ελάφρυνση των κυρώσεων απλώς θα ενισχύσει και θα στηρίξει τις στρατιωτικές δυνατότητες του Ιράν, μεταξύ των οποίων και του προγράμματος των πυρηνικών όπλων του. Το Ιράν έχει ήδη επιδείξει προθυμία να προμηθεύσει όπλα στη Ρωσία, περιπλέκοντας περαιτέρω τον συνεχιζόμενο πόλεμο στην Ουκρανία. Μια «συμφωνία» απλώς θα εξουσιοδοτούσε το Ιράν να επεκτείνει τις κακοήθεις δραστηριότητές του, και θα αποτελούσε άμεση απειλή για την περιφερειακή, καθώς και την παγκόσμια ασφάλεια.
Μια συμφωνία θα παρείχε επίσης στο Ιράν πολιτική νομιμοποίηση και θα μπορούσε να θεωρηθεί ως νίκη για το καθεστώς, επιτρέποντάς του να φανεί ως αξιόπιστος και νόμιμος παράγοντας στην παγκόσμια σκηνή, ενώ στην πραγματικότητα είναι κάθε άλλο παρά αυτό. Μια τέτοια στάση θα έφερνε ένα καταστροφικό πλήγμα στους πολλούς ανθρώπους στο Ιράν που θεωρούν το καθεστώς ως τίποτε άλλο παρά μια βάναυση, παράνομη δικτατορία. Μόνο το 2024, το καθεστώς εκτέλεσε περισσότερους από 900 ανθρώπους, τους περισσότερους μέσα σε σχεδόν μια δεκαετία.
Με την επανείσοδο στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα και την έξοδο από τη διεθνή απομόνωση, το Ιράν θα έπαιρνε την πολιτική και οικονομική ανάσα που χρειάζεται για να εδραιώσει την εξουσία του και να καταστείλει κάθε διαφωνία, έχοντας πλήρη επίγνωση ότι έχει κερδίσει χρόνο, και, επομένως, έχει μειώσει κάθε πιθανότητα συντονισμένης διεθνούς δράσης εναντίον του.
Οποιαδήποτε συμφωνία θα επέτρεπε στο καθεστώς του Ιράν να κερδίσει χρόνο, να προωθήσει κρυφά το πυρηνικό του πρόγραμμα και να «περιμένει να λήξει η θητεία του Τραμπ», με την ελπίδα να έρθει στην εξουσία μια πιο επιεικής κυβέρνηση των ΗΠΑ στο μέλλον. Μια συμφωνία θα αντιπροσώπευε νίκη του ιρανικού καθεστώτος, των συμμάχων του και του IRGC, ενώ θα άφηνε τις ΗΠΑ και τους συμμάχους της με μια ψευδαίσθηση που θα τους έκανε πιο ευάλωτους από ποτέ.
Δυστυχώς, η εμπειρία έχει δείξει ότι η Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν δεν αποτελεί αξιόπιστο παράγοντα για την τήρηση οποιασδήποτε δέσμευσης. Οι πραγματικές της προθέσεις είναι να αποκτήσει οικονομικά και πολιτικά πλεονεκτήματα παραμένοντας στην εξουσία για να «εξάγει την Επανάσταση». Δυστυχώς, η μόνη γλώσσα που καταλαβαίνει το καθεστώς του Ιράν είναι αυτή των κυρώσεων, της πίεσης και της βίας. Η κυβέρνηση Τραμπ θα έκανε χάρη στην υφήλιο αν αντιστεκόταν στον πειρασμό να «διαπραγματευτεί», και υιοθετούσε μια σταθερή στάση που θα εμπόδιζε το Ιράν να προωθήσει την εχθρική του ατζέντα.
Το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν πρέπει να εξαλειφθεί και οι κυβερνήτες του να αποδυναμωθούν. Ο κίνδυνος είναι πολύ μεγάλος για να ξεγελαστεί κανείς με περισσότερα τεχνάσματα. Οποιαδήποτε συμφωνία με τους μουλάδες του Ιράν θα αποδειχθεί απατηλή, θα παρατείνει την κυριαρχία τους και θα θέσει σε κίνδυνο την παγκόσμια ασφάλεια και την ελπίδα για ειρήνη που θα αντέξει στο χρόνο.
Ο Δρ Majid Rafizadeh είναι πολιτικός επιστήμονας, αναλυτής με σπουδές στο Χάρβαρντ και μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Harvard International Review. Έχει συγγράψει πολλά βιβλία για την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ. Μπορείτε να επικοινωνήσετε μαζί του στη διεύθυνση dr.rafizadeh@post.harvard.edu