Πολλοί Άραβες και Μουσουλμάνοι πανηγυρίζουν για τη συμφωνία της Σαουδικής Αραβίας με το Ιράν που στοχεύει στην αποκατάσταση των διπλωματικών τους σχέσεων, θεωρώντας τη καταστροφικό πλήγμα στη διακυβέρνηση Μπάιντεν, νίκη για το Ιράν και την Κίνα, και ένδειξη της αποτυχημένης πολιτικής της Ουάσινγκτον στη Μέση Ανατολή.
Σύμφωνα με αυτούς τους Άραβες και Μουσουλμάνους, η συμφωνία της Σαουδικής Αραβίας με το Ιράν είναι το άμεσο αποτέλεσμα των προστριβών της διακυβέρνησης Μπάιντεν με τους παραδοσιακούς άραβες συμμάχους της Αμερικής, ειδικά τη Σαουδική Αραβία, και της αμερικανικής πολιτικής που στοχεύει στον κατευνασμό των μουλάδων του Ιράν.
Ο Ουαλίντ Φάρες, αμερικανός μελετητής λιβανέζικης καταγωγής, έγραψε πως τα τελευταία δύο χρόνια έχει προβεί σε προειδοποιήσεις ότι οι συναλλαγές της διακυβέρνησης Μπάιντεν με τους άραβες συμμάχους «δεν ήταν ούτε στο απαιτούμενο επίπεδο ούτε με το απαραίτητο βάθος».
Σύμφωνα με τον Φάρες, η διακυβέρνηση Ομπάμα «το παράκανε όσον αφορά τη συνεργασία της με το Ιράν και τη Μουσουλμανική Αδελφότητα, ενώ παράλληλα γύρισε την πλάτη της στις αραβικές χώρες, με στόχο την εγκαθίδρυση συμπράξεων με ισλαμιστές στην περιοχή».
Ο Φάρες επισήμανε ότι αυτή η πολιτική της διακυβέρνησης Ομπάμα οδήγησε στην πρώτη κρίση εμπιστοσύνης μεταξύ της Ουάσινγκτον και των αραβικών χωρών. Η διακυβέρνηση Τραμπ, ωστόσο, σημείωσε, «ξεκίνησε μια άνευ προηγουμένου συμμαχία με τους Άραβες για να απομονώσει το Ιράν και να νικήσει το Ισλαμικό Κράτος (ISIS)».
«Η αραβο-αμερικανική συμμαχία διήρκεσε τέσσερα χρόνια, και η Σαουδική Αραβία και οι συνεργάτες της δεσμεύτηκαν στην κοινή ατζέντα σε όλα τα μέτωπα, ξεκινώντας από την αντιμετώπιση του [υποστηριζόμενου από το Ιράν] κινήματος των Χούθι [στην Υεμένη] και υποστηρίζοντας εκείνους που αντιμετώπισαν το Ιράν, πέραν του ξεριζωμού της Αλ Κάιντα και του ISIS και, το σημαντικότερο, κηρύσσοντας παράνομο το ριζοσπαστικό Ισλάμ. [...] Ωστόσο, οι διακυμάνσεις στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ μετά το τέλος της διακυβέρνησης Τραμπ και η άφιξη της διακυβέρνησης του Προέδρου Τζο Μπάιντεν έφεραν τους Σαουδάραβες, και μαζί τους όλους τους Άραβες , σε δύσκολη θέση. Οι Άραβες συνέχισαν με τη δέσμευσή τους στην πολιτική που συμφωνήθηκε με τη διακυβέρνηση Τραμπ. Το 2021, ο αραβικός συνασπισμός βρέθηκε στα πρόθυρα πολέμου με το Ιράν, ενώ η διακυβέρνηση Μπάιντεν επρόκειτο να κάνει ειρήνη με την Τεχεράνη!»
Ο Φάρες σημείωσε ότι η διακυβέρνηση Μπάιντεν συνέχισε την πολιτική της διακυβέρνησης Ομπάμα αγνοώντας τον αραβικό συνασπισμό και τις ανησυχίες των αραβικών χωρών για τους επεκτατικούς και τρομοκρατικούς κινδύνους των ριζοσπαστών στη Μέση Ανατολή. Οι Άραβες, πρόσθεσε, είδαν επίσης πως η διακυβέρνηση Μπάιντεν παρέδωσε το Αφγανιστάν στους Ταλιμπάν «και σοκαρίστηκαν που είδαν τη Δύση να οδεύει βιαστικά προς το τραπέζι των διαπραγματεύσεων με τους Ιρανούς, αγνοώντας τις αραβικές χώρες και τα εθνικά τους συμφέροντα».
Πολλοί Άραβες, επίσης, επαίνεσαν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης την συμφωνία της Σαουδικής Αραβίας με το Ιράν που επιτεύχθηκε με μεσολάβηση της Κίνας, χαιρετίζοντάς την ως σημαντική ήττα της πολιτικής της διακυβέρνησης Μπάιντεν και νίκη για την Κίνα.
«Η Κίνα έρχεται με φόρα και νίκησε την Αμερική σε πολιτικό επίπεδο», συμπεραίνει σε ένα σχόλιο ο Σαουδάραβας πολιτικός ακτιβιστής Σαΐντ Αλ-Μέρτι.
«Η Κίνα απέσπασε πλήρη αραβική αναγνώριση κατά της πολιτικής της Αμερικής. Σήμερα, η Κίνα έχει νικήσει υποστηρίζοντας την ιστορική συμφωνία μεταξύ της Σαουδικής Αραβίας και του Ιράν, ενώ οι ΗΠΑ έχουν έναν νέο πρόεδρο που έρχεται να καταστρέψει τις συμφωνίες που έκλεισε ο προκάτοχός του, και καυχιέται γι αυτό κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του και της προεδρίας του».
Άλλος ένας Άραβας, ο Αχμέντ Αλ-Φίφι, έγραψε στο Twitter:
«Δύο σεισμοί, πρωτοφανείς εδώ και περίπου 70 χρόνια, έχουν χτυπήσει την Ουάσινγκτον, και το επίκεντρό τους βρίσκεται στο Ριάντ! Ο πρώτος συνέβη το 1986, όταν η Σαουδική Αραβία αγόρασε στρατηγικούς πυραύλους μεγάλης εμβέλειας από την Κίνα. Ο δεύτερος ήταν όταν η Σαουδική Αραβία εργάστηκε για να αποκαταστήσει τη σχέση της με το Ιράν υπό κινεζική αιγίδα».
Ο σημαντικός ιρακινός συγγραφέας Ίχαντ Αλ-Ντάλιμι έγραψε ότι επιλέγοντας την Κίνα ως χορηγό της συμφωνίας, οι Σαουδάραβες αποσκοπούσαν στο να φέρουν τη διακυβέρνηση Μπάιντεν σε δύσκολη θέση. Η συμφωνία μεταξύ της Σαουδικής Αραβίας και του Ιράν, όπως δήλωσε ο Αλ-Ντάλιμι, «ήρθε ως απάντηση στον Μπάιντεν που αγνοεί τη Σαουδική Αραβία και την απάθεια που έπληξε αυτή τη σχέση από τότε που ανέλαβε την εξουσία πριν από περισσότερα από δύο χρόνια».
Σχολιάζοντας τη συμφωνία μεταξύ Σαουδικής Αραβίας και Ιράν, ο Λιβανέζος πολιτικός αναλυτής Τζούμπραν Αλ-Κούρι έγραψε ότι «ανεξάρτητα από το πόσο σκληρά προσπαθούν οι αναλυτές να εξωραΐσουν την κατάσταση της πολιτικής των ΗΠΑ, αυτό που έχει κάνει η Σαουδική Αραβία σήμερα αποτελεί άμεσο και επιτυχημένο πλήγμα για τη διακυβέρνηση Μπάιντεν και την πολιτική της στη Μέση Ανατολή».
Ο Αλ-Κούρι επεσήμανε ότι η διακυβέρνηση Μπάιντεν προσπάθησε να «ξεφύγει» από τη Μέση Ανατολή για να αντιμετωπίσει την Κίνα στο σπίτι της στην Άπω Ανατολή.
«Δύο χρόνια μετά από αυτή την αμερικανική απόφαση, η Σαουδική Αραβία επέτρεψε στην Κίνα να εισβάλει ελεύθερα στην πολιτική της Μέσης Ανατολής χωρίς κανένα εμπόδιο. [...] Από το 2021, η πολιτική της Σαουδικής Αραβίας έχει αλλάξει λόγω αλλαγής στην πολιτική της Αμερικής, και η Σαουδική Αραβία έχει λάβει αρκετά μέτρα, που περιλαμβάνουν την έναρξη διαπραγματεύσεων με το Ιράν, την επέκταση των εμπορικών σχέσεων με την Κίνα παρά τον δηλωμένο εμπορικό πόλεμο μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας, και την ανάπτυξη σχέσεων της Σαουδικής Αραβίας με τη Ρωσία. [...]
Η διακυβέρνηση Μπάιντεν έχει πλήρη συναίσθηση ότι η νέα πολιτική της Σαουδικής Αραβίας δεν είναι πλέον τόσο ευέλικτη προς τα αμερικανικά αιτήματα όπως ήταν προηγουμένως. [...] Πράγματι, η Σαουδική Αραβία, με την τρέχουσα συμπεριφορά της, ενδεχομένως να έχει αναγκάσει την Αμερική να επανεξετάσει την πολιτική της στη Μέση Ανατολή».
Οι Παλαιστίνιοι, οι οποίοι αντιτίθενται στην ειρήνη μεταξύ του Ισραήλ και των αραβικών χωρών, βλέπουν επίσης τη συμφωνία μεταξύ Σαουδικής Αραβίας και Ιράν ως σοβαρό πλήγμα τόσο στις ΗΠΑ όσο και στο Ισραήλ. Οι Παλαιστίνιοι εκφράζουν την αισιοδοξία ότι η συμφωνία θα εμποδίσει τη Σαουδική Αραβία και άλλες αραβικές χώρες να ενταχθούν στις Συμφωνίες του Αβραάμ, μια σειρά συνθηκών που εξομαλύνουν τις διπλωματικές σχέσεις μεταξύ του Ισραήλ, των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, του Μπαχρέιν, του Κοσσυφοπεδίου, του Σουδάν και του Μαρόκου.
According to an editorial in the Palestinian newspaper Al-Quds:
Γυρίζοντας την πλάτη της στη Σαουδική Αραβία, η διακυβέρνηση Μπάιντεν εξουσιοδότησε τους Άραβες, που αντιτίθενται στην ειρήνη με το Ισραήλ και κατέστρεψαν κάθε πιθανότητα να επεκταθούν οι Συμφωνίες του Αβραάμ, να συμπεριλάβει περισσότερες αραβικές χώρες.
Σύμφωνα με ένα άρθρο στην παλαιστινιακή εφημερίδα Al-Quds:
«Η συμφωνία μεταξύ της Σαουδικής Αραβίας και του Ιράν δέχτηκε ισχυρό πλήγμα όχι μόνο στο Ισραήλ, αλλά και στην Αμερική και σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες που επιβάλλουν αποκλεισμό του Ιράν και προκαλούν αναταραχές μέσα στη χώρα. [...] Ομοίως, η συμφωνία θα αποτελέσει προοίμιο για την έξοδο του αραβικού κόσμου από τον έλεγχο και την ηγεμονία της Αμερικής, και θα υποστηρίξει τη διεθνή τάση κατά της Αμερικής προκειμένου να τερματιστεί η κυριαρχία της στον κόσμο μέσω της μονοπολικότητας. Αυτή η συμφωνία θα ενώσει τον αραβικό και ισλαμικό κόσμο. Θα δώσει επίσης ένα τέλος στις ισραηλινές ελπίδες να ενταχθεί η Σαουδική Αραβία στις Συμφωνίες του Αβραάμ».
Επομένως, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι το Ιράν και οι εντολοδόχοι του στην τρομοκρατία ─η Χαμάς, η Παλαιστινιακή Ισλαμική Τζιχάντ και η Χεζμπολάχ─ εκφράζουν βαθιά ικανοποίηση για τη συμφωνία της Σαουδικής Αραβίας με το Ιράν. Στα μάτια τους, η συμφωνία αποτελεί ένδειξη της αυξανόμενης αδυναμίας των ΗΠΑ και της αποτυχημένης πολιτικής της διακυβέρνησης Μπάιντεν στη Μέση Ανατολή. Χάρη στον εύθραυστο χαρακτήρα της αμερικανικής διακυβέρνησης, ο άξονας του κακού υπό την ιρανική καθοδήγηση έχει ενθαρρυνθεί σημαντικά, καθώς οι πρώην άραβες σύμμαχοι της Αμερικής σπεύδουν προς τις ανοιχτές αγκάλες των μουλάδων της Τεχεράνης.
Ο Κάλεντ Αμπού Τοαμέ είναι βραβευμένος δημοσιογράφος με έδρα την Ιερουσαλήμ.