Η διαχείριση των εμβολίων από την Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί μετωνυμία της ΕΕ: μια τραγική φάρσα στα χέρια των ιδεολόγων, τόσο αόριστη όσο και αναποτελεσματική. Φωτό: Η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ursula von der Leyen σε συνέντευξη Τύπου, κατόπιν συνάντησης σχετικά με σχέδιο νόμου για ένα κοινό πιστοποιητικό εμβολιασμού Covid-19 της ΕΕ, στις Βρυξέλλες στις 17 Μαρτίου 2021. (Φωτό του John Thys/Pool/AFP μέσω Getty Images) |
Όσον αφορά την Ευρωπαϊκή Ένωση, οι απόψεις διίστανται μεταξύ εκείνων που τη θεωρούν άχρηστη και δαπανηρή, και εκείνων που πιστεύουν ότι είναι το μέλλον της Ευρώπης και ένα πρότυπο για την ανθρώπινη φυλή.
Ποια είναι η πραγματικότητα;
Πριν εμφανιστεί η σημερινή ΕΕ, η οικοδόμηση μιας Ευρωπαϊκής Ένωσης ήταν, αρχικά, μια τεράστια επιτυχία.
Πολλοί φιλελεύθεροι έχουν αδύνατη μνήμη, αλλά η ΕΕ δεν ήταν πάντα ο μεγάλος, απομακρυσμένος μηχανισμός που είναι σήμερα. Στην εποχή των πιο μετριοπαθών «Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων» –που συνεπάγεται, για παράδειγμα, συνεργασία μεταξύ των οικονομιών πολλών χωρών ή των βιομηχανιών άνθρακα, χάλυβα και πυρηνικής ενέργειας– η Ευρώπη πέτυχε τέσσερις ελευθερίες κυκλοφορίας: αυτές των ανθρώπων, των κεφαλαίων, των υπηρεσιών και των αγαθών. Παρά τα ελαττώματα, τις ελλείψεις και τις αμέτρητες ατέλειές της (τίποτα ανθρώπινο δεν είναι τέλειο), αυτή η κοινή –ή ενιαία– αγορά είχε τεράστια και ουσιαστική συνεισφορά στην ελευθερία και την ευημερία των Ευρωπαίων.
Είναι αδύνατο να μην θεωρηθεί πρόοδος ότι ένας Γάλλος πολίτης μπορεί να κινηθεί ελεύθερα στην Ιταλία ή ότι ένας Ισπανός επιχειρηματίας έχει το δικαίωμα να προσφέρει υπηρεσίες στους πολίτες των Κάτω Χωρών. Η αρχική ευρωπαϊκή κοινή αγορά ήταν εναρμονισμένη από κάθε άποψη με την εποικοδομητική ιδέα του Jean Monnet «ειρήνη μέσω της ευημερίας».
Το πρόβλημα ήταν ότι οι ιδεολόγοι όλων των δογμάτων δεν μπορούσαν να ικανοποιηθούν με αυτή την Ευρώπη ως απλό εργαλείο, το οποίο ήταν ουσιαστικά οικονομικής φύσης. Όχι, ήταν απαραίτητο να προστεθεί μια πολιτική Ευρώπη, μια κοινωνική Ευρώπη, μια Ευρώπη άμυνας, μια Ευρώπη με κοινή εξωτερική πολιτική, μια οικολογική Ευρώπη και ακόμη μια γεωπολιτική Ευρώπη.
Αυτή η εξέλιξη συνίστατο, καταρχάς, στην υπονόμευση των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων ώστε να φέρουν σε πέρας, εκτός από τους οικονομικούς τους στόχους, αποστολές που ήταν ξένες προς αυτά, όπως μια «κοινή εξωτερική πολιτική» που δεν ήταν ποτέ τίποτα άλλο παρά λόγια. Πώς θα μπορούσε κανείς να έχει κοινή εξωτερική πολιτική προς το Ηνωμένο Βασίλειο, την Αυστρία και την Πορτογαλία;
Στη συνέχεια, τα θεσμικά όργανα και οι διαδικασίες συνεχώς προσαρμόζονταν, ανανεώνονταν και έφερναν ριζικές αλλαγές, και συνεχίζουν να το κάνουν, ώστε να εξυπηρετούν εξω-οικονομικούς σκοπούς —όπως «ειρήνη», «καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού», «προώθηση της επιστημονικής και τεχνολογικής προόδου», «ασφάλεια και δικαιοσύνη»— ακόμη και εις βάρος των οικονομικών σκοπών.
Σήμερα, ο οικονομικός σκοπός της ευρωπαϊκής οικοδόμησης έχει μειωθεί επίσημα —μέσω συνθηκών— στα απολύτως απαραίτητα, με στόχο «μια βιώσιμη ανάπτυξη που βασίζεται σε ισορροπημένη οικονομική ανάπτυξη και σταθερότητα των τιμών» και υποκύπτει στις απαιτήσεις της πολιτικής, κοινωνικής και περιβαλλοντικής Ευρώπης. Τέτοιες απαιτήσεις ξεκινούν, για παράδειγμα, με την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία που στοχεύει να μετατρέψει την Ευρώπη στην πρώτη «κλιματικά ουδέτερη» ήπειρο μειώνοντας τις εκπομπές αερίων θερμοκηπίου στην Ευρώπη σε «καθαρό μηδέν» έως το 2050, ακόμη και αν οι οικονομικές συνέπειες για τους Ευρωπαίους είναι μη βιώσιμες. Σύμφωνα με την IndustriAll, την ομοσπονδία των ευρωπαϊκών βιομηχανικών συνδικαλιστικών οργανώσεων, υπάρχει μεγάλος κίνδυνος η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία να καταστρέψει ολόκληρους βιομηχανικούς τομείς, μειώνοντας εκατομμύρια θέσεις εργασίας σε ενεργοβόρες βιομηχανίες, χωρίς καμία διαβεβαίωση ότι οι εργαζόμενοι στις επηρεαζόμενες βιομηχανίες θα έχουν μέλλον.
Έτσι, η ΕΕ, η οποία στο παρελθόν προσέφερε μια αντιστάθμιση στην αντι-οικονομική οργή των κρατών μελών της, αποτελεί τώρα τη μόνιμη ενίσχυση αυτής της οργής.
Κανένα ψήφισμα σχετικά με το φύλο ή τον περιβαλλοντισμό που εγκρίθηκε από τα γερμανικά ή τα γαλλικά κοινοβούλια δεν μπορεί να ανταγωνιστεί τις ολοένα και πιο ακραίες διακηρύξεις που υιοθετήθηκαν για τα θέματα αυτά, όπως και για άλλα, από τα θεσμικά όργανα της ΕΕ. Για παράδειγμα, η κυριάρχηση της πιο ακραίας έκδοσης της θεωρίας των φύλων —η ιδέα ότι το «αρσενικό» και το «θηλυκό» είναι πολιτιστικές και όχι βιολογικές έννοιες— αποτελεί τώρα επίσημη πολιτική της ΕΕ.
Αυτό που επιτρέπει σε αυτά τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα να εξελιχθούν ιδεολογικά είναι ότι διαφεύγουν δημοκρατικών κυρώσεων, καθώς η ΕΕ παραμένει πρωτίστως ένας διακυβερνητικός οργανισμός. Το Γερμανικό Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο διαπίστωσε ένα «διαρθρωτικό δημοκρατικό έλλειμμα» στη δομή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς οι διαδικασίες λήψης αποφάσεων στην ΕΕ παραμένουν σε μεγάλο βαθμό διαδικασίες ενός διεθνούς οργανισμού. Η λήψη αποφάσεων βασίζεται στην αρχή της ισότητας των κρατών μελών. Η αρχή της ισότητας των κρατών και η αρχή της ισότητας των πολιτών δεν μπορούν να συμβιβαστούν στο τρέχον πλαίσιο θεσμικών οργάνων της ΕΕ, ανέφερε το Δικαστήριο. Φυσικά, τα θεσμικά όργανα της ΕΕ έχουν ένα περίβλημα γλαφυρής γλώσσας —όπως «να γίνει η ΕΕ πιο δημοκρατική» σύμφωνα με τη Συνθήκη της Λισαβόνας— με στόχο να κάνουν τους ανθρώπους να πιστέψουν ότι τα θεσμικά όργανα της ΕΕ, αν και ατελή, γίνονται όλο και πιο δημοκρατικά και περιμένουν απλώς να γίνουν πλήρως δημοκρατικά.
Τίποτα δεν θα μπορούσε να απέχει περισσότερο από την αλήθεια. Ως διακυβερνητικός οργανισμός, η ΕΕ δεν είναι, δεν υπήρξε ποτέ και δεν θα είναι ποτέ δημοκρατία. Ένας διεθνής οργανισμός είναι μια σύμβαση μεταξύ κυβερνήσεων. Η προσθήκη ενός εκλεγμένου «Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου» στο σύστημα, με πολύ περιορισμένες δυνατότητες, δεν μεταβάλλει τις διακυβερνητικές ενασχολήσεις μιας τέτοιας οργάνωσης.
Ποιο είναι το ποσοστό μεταξύ των ευρωπαίων πολιτών που είναι σε θέση να αναφέρει ονομαστικά έστω και έναν βουλευτή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, έναν Ευρωπαίο Επίτροπο ή έναν δικαστή του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου; Οι Αμερικανοί αισθάνονται πρώτα Αμερικανοί και μετά κάτοικοι του Ουαϊόμινγκ ή του Αρκάνσας. Παρομοίως, οι Ιταλοί, οι Ισπανοί, οι Σουηδοί, οι Πολωνοί και οι Σλοβένοι ταυτίζονται πρώτα με τη χώρα τους και μετά αισθάνονται Ευρωπαίοι (με τη γενική έννοια της λέξης, δεν αναφερόμαστε στην ΕΕ).
Για ιστορικούς λόγους, η Γερμανία τηρεί όσο το δυνατόν συχνότερα τους κανόνες και τα θεσμικά όργανα της ΕΕ. Όπως σημείωσε ο Ulrich Speck:
«Η χώρα έχει οικοδομήσει την πολιτική της ταυτότητα και το πολιτικό της σύστημα επάνω στην ιδέα ότι είναι το αντίθετο του ναζιστικού κράτους. Οι Γερμανοί βλέπουν σήμερα το ναζιστικό καθεστώς, μεταξύ άλλων, ως μια ριζοσπαστική μορφή κλασικής πολιτικής εξουσίας —κάτι για το οποίο θεωρούν τον εαυτό τους τυχερό που άφησε πίσω».
Με άλλα λόγια, πολλοί Γερμανοί βλέπουν την ΕΕ ως το απόλυτο αντίδοτο στις ηγεμονικές τάσεις του παρελθόντος τους. Ενώ κατάφεραν το πρώτο μέρος —τον μετριασμό— της πρόσφατης πανδημίας σχετικά καλά, αποφάσισαν να βασιστούν στην ΕΕ για τη διαχείριση των εμβολίων. Υπάρχει λογική σε αυτή την προσέγγιση: πρώτον, είμαστε πιο δυνατοί μαζί στις διαπραγματεύσεις με τις μεγάλες φαρμακευτικές εταιρείες και, επίσης, δεν είναι αυτή η ευκαιρία να αποδείξουμε στους Ευρωπαίους ότι αυτή η ΕΕ που δεν τους αρέσει είναι τουλάχιστον χρήσιμη;
Χωρίς να είναι ευχαριστημένη με το γεγονός ότι υπήρξε άχρηστη και δαπανηρή, όπως στην περίπτωση των εμβολιασμών κατά του COVID-19, η ΕΕ έχει αποδειχθεί ότι είναι τρομερά, κωμικά και τραγικά αναποτελεσματική. Η AstraZeneca, για παράδειγμα, απλώς «ενημέρωσε» τον συνασπισμό ότι δεν θα μπορέσει να παράσχει τον αριθμό των εμβολίων που η ΕΕ είχε ελπίσει —και πληρώσει— μέχρι τα τέλη Μαρτίου. Οι ηγέτες της ΕΕ «εξαγριώθηκαν» με το γεγονός ότι η εταιρεία φαίνεται να πραγματοποιεί τις παραδόσεις της στη βρετανική αγορά και όχι στη δική τους. Για το αποτέλεσμα της αδυναμίας της ΕΕ να τηρηθούν οι δεσμεύσεις που έχουν αναλάβει οι κατασκευαστές εμβολίων δεν έγινε έφεση ή προσφυγή:
Σε πεντακόσια χρόνια από τώρα, όταν οι ιστορικοί κοιτάξουν πίσω στην εποχή του COVID, θα πουν ότι η «Επιχείρηση Warp Speed» (ταχύτητα δίνης) της Αμερικής, υπό τον Πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ, αποτέλεσε θρίαμβο της επιστήμης και των logistics.
Ενώ χρειάστηκαν πέντε χρόνια για να δημιουργηθεί το εμβόλιο κατά του Έμπολα ―το προηγούμενο παγκόσμιο ρεκόρ― χρειάστηκε λιγότερο από ένα χρόνο στη Δύση για τη δημιουργία αρκετών εμβολίων κατά του COVID, κυρίως υπό πίεση και με χρηματοδότηση των φορολογουμένων των Ηνωμένων Πολιτειών. Σύντομα, η κυβέρνηση των ΗΠΑ κατάλαβε ότι η πρόκληση ήταν επίσης υλικοτεχνική. Ναι μεν δημιουργείται ένα εμβόλιο, αλλά πρέπει επίσης να παραχθεί σε μεγάλες ποσότητες και στη συνέχεια να διανεμηθεί.
Κατόπιν αιτήματος της αμερικανικής κυβέρνησης, ολόκληρα εργοστάσια χτίστηκαν μέσα σε λίγους μήνες προκειμένου να παραχθεί το εμβόλιο (το οποίο δεν είχε ακόμη δημιουργηθεί τότε), σε μια προσπάθεια της οποίας το εύρος και η κλίμακα δεν διέφεραν από την προσπάθεια των ΗΠΑ για βιομηχανικό πόλεμο το 1941. Όταν ήρθε η ώρα να διανεμηθεί το εμβόλιο, η κυβέρνηση των ΗΠΑ χρησιμοποίησε το καλύτερο εργαλείο που διαθέτει: τον στρατό των ΗΠΑ. Στο τέλος, το πρόγραμμα μαζικού εμβολιασμού των ΗΠΑ εκτελείται σε ένα χρονικό πλαίσιο άνευ προηγουμένου. Ο Πρόεδρος Μπάιντεν δήλωσε στις αρχές Μαρτίου ότι οι ΗΠΑ θα έχουν αρκετά εμβόλια για τον εμβολιασμό κάθε Αμερικανού έως το τέλος Μαΐου —δύο μήνες νωρίτερα από ό, τι ήταν αναμενόμενο.
Σε σύγκριση με τις Ηνωμένες Πολιτείες, η αποτυχία της ΕΕ είναι απόλυτη. Ενώ στην Ευρώπη, η πρόκληση συνίστατο μόνο στην παραγωγή και διανομή του εμβολίου, η ΕΕ απέτυχε παταγωδώς και στα δύο. Το ευρωπαϊκό πρόγραμμα εμβολιασμού τώρα υστερεί πολύ συγκριτικά με το πρόγραμμα των ΗΠΑ, και ακόμη περισσότερο από αυτό του Ισραήλ και της Βρετανίας μετά το Brexit.
Σύμφωνα με τα τρέχοντα στοιχεία, η επιστροφή στην κανονικότητα στην Ευρώπη θα γίνει ένα χρόνο μετά από την Αμερική και το Ηνωμένο Βασίλειο. Αυτή η χρονιά αντιπροσωπεύει μια πληθώρα ελλειμμάτων, πτωχεύσεων και προσωπικών καταστροφών. Πρoοιωνίζει, σε σχετικούς όρους, μια τεράστια οικονομική παλινδρόμηση που περιμένει την ΕΕ σε σύγκριση με τον υπόλοιπο κόσμο.
Η διαχείριση των εμβολίων από την Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί μετωνυμία της ΕΕ: μια τραγική φάρσα στα χέρια των ιδεολόγων, τόσο αόριστη όσο και αναποτελεσματική. Οι ελίτ της ΕΕ είναι αδύναμοι, δειλοί και λιπόψυχοι επειδή γνωρίζουν ότι δεν εκπροσωπούν κανέναν, με την πραγματική δημοκρατική έννοια της λέξης –δεν εκλέγονται δημοκρατικά, δεν είναι διαφανείς και δεν λογοδοτούν σε κανέναν. Είναι στην ουσία τα παιχνίδια των κυβερνήσεων που δεν συμφωνούν ποτέ μεταξύ τους– αλλά έχουν τη νομιμότητα ότι είναι πραγματικά δημοκρατικές: εκλεγμένες, διαφανείς και υπόλογες. Δεν υπάρχει επίσης μηχανισμός για τους πολίτες να αποεπιλέξουν κανέναν εάν το επιθυμούν.
Ο κοινός νους θα υπαγόρευε τον περιορισμό ξανά της ΕΕ σε ενιαία αγορά, ένα έδαφος χωρίς εσωτερικά σύνορα ή άλλα ρυθμιστικά εμπόδια για την ελεύθερη κυκλοφορία αγαθών και υπηρεσιών. Η ιδεολογική ύβρις που χαρακτηρίζει τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα και τους ιδεολογικούς χορηγούς τους θα τους ωθήσει προς την αντίθετη κατεύθυνση –τoν ολοένα μεγαλύτερο συγκεντρωτισμό– εις βάρος του ευρωπαϊκού λαού και των ζωτικών συμφερόντων του.
Ο Drieu Godefridi, Βέλγος συγγραφέας, οπαδός του κλασικού φιλελευθερισμού, είναι ιδρυτής του Institut Hayek στις Βρυξέλλες. Έχει διδακτορικό στη Φιλοσοφία από το Πανεπιστήμιο της Σορβόννης στο Παρίσι και διευθύνει επίσης επενδύσεις σε ευρωπαϊκές εταιρείες.