
Η Ρωσία παρέχει εξοπλισμό, τεχνολογία και εκπαίδευση στην Κίνα για να πραγματοποιήσει αεροπορική εισβολή, ανέφερε η Washington Post στις 26 Σεπτεμβρίου. Η έκθεση, βασισμένη σε μελέτη που εκδόθηκε από το Βασιλικό Ινστιτούτο Ηνωμένων Υπηρεσιών με έδρα το Ηνωμένο Βασίλειο, επισημαίνει ότι η Κίνα σχεδιάζει αεροπορική επίθεση στην Ταϊβάν.
Μια μέρα πριν από το άρθρο της Washington Post, το Reuters αποκάλυψε ότι Κινέζοι εμπειρογνώμονες είχαν ταξιδέψει στη Ρωσία για να βοηθήσουν τη χώρα να αναπτύξει μη επανδρωμένα αεροσκάφη. Σύμφωνα με το πρακτορείο, η Sichuan AEE, μια κινεζική εταιρεία, πούλησε μη επανδρωμένα αεροσκάφη επίθεσης και παρακολούθησης στη ρωσική εταιρεία IEMZ Kupol μέσω ενός ενδιάμεσου φορέα στον οποίο έχουν επιβληθεί κυρώσεις από τις ΗΠΑ και την ΕΕ.
Οι δύο εκθέσεις υπογραμμίζουν τη στενή συνεργασία μεταξύ Ρωσίας και Κίνας σε στρατιωτικά θέατρα σε ολόκληρο τον κόσμο. Αυτά τα δύο επιθετικά κράτη, από όλες τις απόψεις, έχουν ουσιαστικά σχηματίσει μια στρατιωτική συμμαχία.
Πολλοί στην αμερικανική πολιτική κοινότητα, προσκολλημένοι σε έναν κόσμο μετά τον Ψυχρό Πόλεμο που δεν υπάρχει πια, ήταν βέβαιοι ότι θα μπορούσαν να διαχειριστούν, και ίσως να διαχωρίσουν το Πεκίνο και τη Μόσχα. Τώρα, είναι σαφές ότι αυτές οι προσδοκίες ήταν μη ρεαλιστικές, και είναι καιρός να αναγνωρίσουμε ότι ο ελεύθερος κόσμος αντιμετωπίζει αδυσώπητους εχθρούς που έχουν δημιουργήσει έναν μακροχρόνιο δεσμό.
Το Πεκίνο και η Μόσχα, μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, χωρίς να χάσουν χρόνο, κατέρριψαν το διεθνές σύστημα. Ο κινεζικός και ο ρωσικός στρατός διεξήγαγαν την πρώτη τους κοινή στρατιωτική άσκηση μεγάλης κλίμακας το 2005, και έκτοτε έχουν συμμετάσχει σε τακτικές ασκήσεις σε όλη την Ευρασιατική ξηρά και σε κοντινά ύδατα.
Ωστόσο, δεν αρκούνται απλώς στην προετοιμασία συγκρούσεων. Στη Βόρεια Αφρική, και οι δύο χώρες έχουν τροφοδοτήσει εξεγέρσεις, και είναι σχεδόν σίγουρο ότι έχουν συντονίσει τις σχετικές προσπάθειες. Η Κίνα παρέχει ολοκληρωμένη υποστήριξη, συμπεριλαμβανομένης της αποστολής στρατιωτών, στον πόλεμο της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας. Τόσο το Πεκίνο όσο και η Μόσχα έχουν βοηθήσει τον επανεξοπλισμό και την επίθεση του Ιράν στο Ισραήλ. Στο δυτικό ημισφαίριο, οι Κινέζοι και οι Ρώσοι υποστηρίζουν από κοινού τα καθεστώτα της Κούβας και της Βενεζουέλας.
Πώς η Κίνα και η Ρωσία, που ήταν τόσο αδύναμες μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, έγιναν τόσο μεγάλες απειλές; Η Αμερική προσπάθησε να ενσωματώσει και τις δύο χώρες στο διεθνές σύστημα μέσω του εμπορίου και των επενδύσεων, και τους άνοιξε τον δρόμο προς τους θεσμούς της τάξης που βασίζεται σε κανόνες. Το Πεκίνο και η Μόσχα, ωστόσο, απέρριψαν αυτήν την τάξη και χρησιμοποιούν τη νεοαποκτηθείσα δύναμή τους για να την αμφισβητήσουν.
Το χειρότερο είναι ότι μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, οι Αμερικανοί πρόεδροι ανησυχούσαν περισσότερο για τη σταθερότητα των κινεζικών και ρωσικών κυβερνητικών ομάδων, παρά για τις θεμελιώδεις προκλήσεις που έθεταν. Ως αποτέλεσμα, η Ουάσιγκτον επέβαλε μικρό κόστος στην ανατρεπτική τους συμπεριφορά.
Οι αμερικανικές προσπάθειες ξεπέρασαν τα όρια, ειδικά όσον αφορά την Κίνα. Για παράδειγμα, ο Πρόεδρος Τζορτζ Μπους ο πρεσβύτερος εργάστηκε κρυφά για να ενισχύσει το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα αμέσως μετά την φρικτή σφαγή στο Πεκίνο τον Ιούνιο του 1989. Έστειλε μάλιστα τον Σύμβουλο Εθνικής Ασφάλειας Μπρεντ Σκόουκροφτ σε μυστική αποστολή μόλις ένα μήνα μετά τη σφαγή για να διαβεβαιώσει τον Κινέζο ηγέτη Ντενγκ Ξιάοπινγκ ότι οι ΗΠΑ υποστήριζαν το δολοφονικό του καθεστώς.
Επιπλέον, οι πρόεδροι των ΗΠΑ προσπάθησαν να διατηρήσουν τους Ρώσους αυταρχικούς ηγέτες στην εξουσία. Ο πρέσβης Ντάγκλας Λουτ, τότε μόνιμος αντιπρόσωπος της Αμερικής στο ΝΑΤΟ, δήλωσε το εξής στο Παγκόσμιο Φόρουμ Ασφάλειας του Άσπεν, που πραγματοποιήθηκε στο Λονδίνο στις 22 Απριλίου 2016:
«Ουσιαστικά λοιπόν, υπάρχει η αίσθηση ότι, ναι, υπάρχει μια νέα, πιο δυναμική, ίσως και πιο επιθετική Ρωσία, αλλά ουσιαστικά η Ρωσία είναι ένα κράτος σε παρακμή. Οι συζητήσεις που γίνονται στα κεντρικά γραφεία του ΝΑΤΟ για τα κράτη που βρίσκονται σε παρακμή καταλήγουν σε δύο θεμελιώδη μοντέλα: κράτη σε ταχεία παρακμή, η οποία συνήθως οδηγεί σε χάος και κατάρρευση, και κράτη σε σταδιακή παρακμή. Και αναρωτιόμαστε ποιο από αυτά τα δύο μοντέλα θα θέλαμε να έχουμε ως τον πλησιέστερο, ικανότερο στρατιωτικά γείτονά μας με χιλιάδες πυρηνικά όπλα. Προφανώς, η προσπάθεια διαχείρισης της παρακμής της Ρωσίας φαίνεται πιο ελκυστική από ένα αποτυχημένο κράτος αυτού του μεγέθους και σπουδαιότητας στα σύνορα του ΝΑΤΟ [...].
Και αν αποδεχτείτε τις υποθέσεις που έχουμε ακούσει εδώ σχετικά με την εσωτερική αδυναμία της Ρωσίας και ίσως τη σταθερή παρακμή της και ούτω καθεξής, μπορεί να μην έχει νόημα να πιέσουμε περαιτέρω τώρα, και ίσως ακόμη να επιταχύνουμε ή να αποσταθεροποιήσουμε αυτήν την παρακμή».
Αυτή η προσέγγιση, αμφισβητήσιμη ακόμη και τότε, εξακολουθεί να καθοδηγεί την αμερικανική πολιτική. «Όσον αφορά τη Ρωσία, η κυβέρνηση Τραμπ, όπως και οι περισσότερες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, έχει δύο αμοιβαία ασύμβατους στόχους», δήλωσε στο Gatestone ο στρατηγός της Πολεμικής Αεροπορίας Μπλέιν Χολτ, ο οποίος διετέλεσε αναπληρωτής στρατιωτικός εκπρόσωπος της Αμερικής στο ΝΑΤΟ.
«Οι Αμερικανοί που έχουν την ευθύνη χάραξης της πολιτικής θέλουν να βεβαιωθούν ότι η Ουκρανία δεν θα χάσει, και ταυτόχρονα ότι η κυβέρνηση του Βλαντιμίρ Πούτιν θα παραμείνει άθικτη και σταθερή. Είναι απίθανο η Ουάσινγκτον να μπορεί να τα έχει και τα δύο. Σύντομα, θα πρέπει να επιλέξει είτε το ένα είτε το άλλο».
Ο Χολτ, που τώρα έχει αποσυρθεί, έχει δίκιο. Το σχέδιο του Τραμπ δεν λειτουργεί. Οι δυνάμεις της Ρωσίας σημειώνουν πρόοδο στην Ουκρανία και, θεωρώντας αδύναμη την αντίδραση των μεγάλων δημοκρατιών στην εισβολή του, ο Πούτιν έχει ήδη να αντιμετωπίσει άλλους γείτονες. Ο Σεπτέμβριος, για παράδειγμα, ήταν ένας σημαντικός μήνας για τις εισβολές από αέρος εναντίον μελών του ΝΑΤΟ. Στις 9 Σεπτεμβρίου, τουλάχιστον 19 ρωσικά drones εισέβαλαν στον πολωνικό εναέριο χώρο. Στις 19, τρία Mig-31 πέταξαν επάνω από την Εσθονία για 12 λεπτά. Τόσο η Ρουμανία όσο και η Λετονία ισχυρίζονται ότι ρωσικά drones εισέβαλαν στον εναέριο χώρο τους τις τελευταίες εβδομάδες.
Απαντώντας στις προκλήσεις της Ρωσίας, ο υπουργός Άμυνας Παλ Τζόνσον του νεότερου μέλους του ΝΑΤΟ, της Σουηδίας, δήλωσε στην εφημερίδα Aftonbladet ότι η χώρα του θα καταρρίψει τα αεροσκάφη που εισβάλλουν «με ή χωρίς προειδοποίηση».
Οι Κινέζοι βρίσκονται επίσης σε κατάσταση πολέμου. Στις 2 Ιουλίου, ο κινέζος υπουργός Εξωτερικών Γουάνγκ Γι δήλωσε στην Κάγια Κάλας, την επικεφαλής εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ, ότι το Πεκίνο δεν θέλει να δει τη Ρωσία να χάνει στην Ουκρανία, επειδή τότε οι ΗΠΑ θα επικεντρωθούν στην Κίνα στην Ανατολική Ασία. Η Κίνα, εμμέσως, θέλει επίσης να δει τον πόλεμο να παρατείνεται για να δεσμεύσει τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ο Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ Μαρκ Ρούτε δήλωσε τον Δεκέμβριο ότι τα μέλη του οργανισμού πρέπει να «μεταβούν σε νοοτροπία πολέμου». Με την Κίνα και τη Ρωσία να διεξάγουν στην πραγματικότητα πόλεμο, ο Τραμπ έχει ήδη ξεκινήσει τη διαδικασία μετονομάζοντας το Πεντάγωνο σε «Υπουργείο Πολέμου». Η Δύση και οι φίλοι της συνειδητοποιούν επιτέλους πόσο κοντά βρίσκονται στην καταστροφή.
Ο Gordon G. Chang είναι συγγραφέας του βιβλίου με τίτλο Plan Red: China's Project to Destroy America («Σχέδιο Κόκκινο: Το Έργο της Κίνας για την Καταστροφή της Αμερικής»), διακεκριμένος ανώτερος συνεργάτης του Ινστιτούτου Gatestone και μέλος της Συμβουλευτικής του Επιτροπής.