Η παραγωγή ηλιακής και αιολικής ενέργειας μειώνεται δραστικά κατά τη διάρκεια δυσμενών καιρικών συνθηκών. Αυτό συμβαίνει, μάλιστα, κάθε χρόνο. Αυτή η κατάσταση, ωστόσο, έχει τώρα εκτεταμένες οικονομικές και περιβαλλοντικές επιπτώσεις, αποκαλύπτοντας τα ελαττώματα μιας ενεργειακής πολιτικής που βασίζεται σε διαλείπουσες ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Γιατί η Γερμανία, ενώ έχει ένα από τα υψηλότερα αποτυπώματα άνθρακα, καταναλώνει τώρα την πιο ακριβή ηλεκτρική ενέργεια στην Ευρώπη; Πώς έχασε η χώρα την ενεργειακή της αυτονομία;
Τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, η Γερμανία επένδυσε μαζικά στην ηλιακή και αιολική ενέργεια, ενώ σαμποτάρει τους δικούς της πυρηνικούς σταθμούς. Μέχρι το 2023, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας αντιπροσώπευαν το 55% της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στη χώρα. Το 2022 ήταν μόνο 48%.
Η κύρια συμβολή στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας προέρχεται από την αιολική ενέργεια, με το 31% της συνολικής παραγωγής, ακολουθούμενη από την ηλιακή ενέργεια με 12%, τη βιομάζα με 8%, και άλλες ανανεώσιμες πηγές όπως η υδροηλεκτρική ενέργεια με το υπόλοιπο 3,4%. Το 2024, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας αντιπροσώπευαν σχεδόν το 60% της γερμανικής παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας το πρώτο εξάμηνο του έτους. Αυτό το επίπεδο παραγωγής, ωστόσο, εξομαλύνεται σε μια δεδομένη περίοδο και δεν αντικατοπτρίζει στιγμές κρίσης όπως το φαινόμενο «Dunkelflaute».
Dunkelflaute
Tο Dunkelflaute ―που στην κυριολεξία σημαίνει «επίπεδη, σκοτεινή ηρεμία», χαρακτηρίζεται από την ταυτόχρονη έλλειψη ανέμου και ήλιου το χειμώνα, όταν η ζήτηση για ηλεκτρική ενέργεια στη Γερμανία είναι στο υψηλότερο επίπεδο. Αυτά τα επεισόδια διαρκούν από μερικές ημέρες έως αρκετές εβδομάδες, με την παραγωγή αιολικής και ηλιακής ενέργειας μερικές φορές να πέφτει σε λιγότερο από το 20% της ισχύος τους, και μερικές φορές στο μηδέν. Στις 12 Δεκεμβρίου του τρέχοντος έτους, για παράδειγμα, η γερμανική παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από αιολική και ηλιακή ενέργεια αντιπροσώπευε το 1/30 της ζήτησης.
Οι πολιτικές για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας θα ήταν ανεκτές εάν βασίζονταν σε μια βιώσιμη πηγή ενέργειας ―ανεπηρέαστη από τις καιρικές συνθήκες― όπως η πυρηνική ενέργεια. Το 2011, ωστόσο, μετά την καταστροφή της Φουκουσίμα, η Γερμανία αποφάσισε ξαφνικά να καταργήσει σταδιακά την πυρηνική ενέργεια και σιγά σιγά να κλείσει πλήρως λειτουργικούς σταθμούς. Αυτή η απόφαση μείωσε την ικανότητα της χώρας να παράγει σταθερή, προβλέψιμη ηλεκτρική ενέργεια, και αντ' αυτού κατέστησε τη θέρμανση, την ψύξη και ούτω καθεξής εξαιρετικά ευάλωτες στις διακυμάνσεις των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Με λίγα λόγια, όταν στη Γερμανία δεν έχει ούτε αέρα ούτε ήλιο, τα φώτα σβήνουν.
Η σταδιακή κατάργηση της πυρηνικής ενέργειας κατέστησε τη Γερμανία ανίκανη να είναι αυτάρκης σε ενέργεια, ειδικά κατά τη διάρκεια του Dunkelflaute. Η χώρα εισάγει ηλεκτρική ενέργεια σε μαζική κλίμακα από τη Γαλλία, τη Δανία και την Πολωνία, και πρέπει να χρησιμοποιεί άνθρακα και λιγνίτη για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Οι τεράστιες εισαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας από τη Γερμανία οδηγούν επίσης σε κολοσσιαίες αυξήσεις στις τιμές ηλεκτρικής ενέργειας για τους γείτονές της.
Οι τιμές είναι όντως εντυπωσιακές. Το 2024, η οικιακή τιμή ηλεκτρικής ενέργειας στη Γερμανία ήταν η υψηλότερη στην Ευρώπη, στα 400 €/MWh, φτάνοντας μέχρι τα 900 €/MWh κατά τη διάρκεια των περιόδων Dunkelflaute, σε σύγκριση με έναν πολύ χαμηλότερο ευρωπαϊκό μέσο όρο. Συγκριτικά, η μέση τιμή στη Γαλλία και τη Φινλανδία που χρησιμοποιούν πυρηνική ενέργεια ήταν 250 ευρώ/MWh κατά την ίδια περίοδο (2024). Και, στις Ηνωμένες Πολιτείες, τα ποσοστά είναι κατά 30% χαμηλότερα από ό,τι στη Γαλλία. Πώς είναι όλα αυτά «βιώσιμα» για την Ευρώπη;
Αλλά αυτό γίνεται «για τον πλανήτη», σωστά; Ούτε κατά διάνοια. Παρά τη δέσμευσή της για τις λεγόμενες πράσινες ενέργειες, η Γερμανία εξακολουθεί να έχει υψηλό αποτύπωμα άνθρακα λόγω της αυξημένης εξάρτησής της από τον άνθρακα και τον λιγνίτη για την κάλυψη των ενεργειακών ελλείψεων. Το 2024, η χώρα παραμένει ο δεύτερος μεγαλύτερος εκπομπός CO2 ανά μονάδα παραγόμενης ενέργειας στην Ευρώπη, με σημαντικό ποσοστό ηλεκτρικής ενέργειας να προέρχεται από ορυκτές πηγές. Αυτό σημαίνει δέκα φορές περισσότερο CO2 ανά μονάδα παραγόμενης ενέργειας από τη Γαλλία.
Οικονομικές και γεωπολιτικές επιπτώσεις
Οι υψηλές τιμές ηλεκτρικής ενέργειας της Γερμανίας οδηγούν στη μετεγκατάσταση της βιομηχανίας της, καθώς οι εταιρείες αναζητούν τοποθεσίες όπου το κόστος ενέργειας είναι πιο προσιτό. Πώς μπορεί να παραμείνει κανείς βιώσιμος όταν πληρώνει τρεις φορές περισσότερο για ηλεκτρική ενέργεια από τους ανταγωνιστές του; (Οι τιμές του φυσικού αερίου είναι ακόμη χειρότερες: πέντε φορές πιο ακριβές στην Ευρώπη από ό,τι στις ΗΠΑ.)
Ολόκληρα τμήματα της περήφανης βιομηχανίας της Γερμανίας καταρρέουν. Θυμόμαστε μόνο τα μεγάλα ονόματα ―VW, BASF, Mercedes-Benz― αλλά κάθε μεγάλη εταιρεία που εξαφανίζεται ή συρρικνώνεται παίρνει μαζί της μυριάδες μικρομεσαίες επιχειρήσεις που καταλήγουν να καταρρέουν μαζί της. Ενεργοβόροι κλάδοι όπως η μεταλλουργία και τα χημικά πλήττονται ιδιαίτερα.
Τέλος, η αυξημένη εξάρτηση της Γερμανίας από τους γείτονές της για ενεργειακό εφοδιασμό έχει δημιουργήσει εντάσεις στην Ευρώπη. Οι υψηλές τιμές ηλεκτρικής ενέργειας στη Γερμανία επηρεάζουν τις γειτονικές χώρες, καθιστώντας το ηλεκτρικό ρεύμα εκεί μη προσιτό, και προκαλώντας αυξανόμενη απογοήτευση. Στην Ευρώπη, γίνονται συζητήσεις σχετικά με την απόσυρση από ορισμένες ενεργειακές συμφωνίες, ιδίως αυτές που σχετίζονται με τις εισαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας.
Εν ολίγοις, το Dunkelflaute είναι το σύμπτωμα μιας βαθιάς ενεργειακής κρίσης, που προκαλείται από μια ιδεολογική, αυταρχική, παράλογη και αποτυχημένη ενεργειακή μετάβαση. Η εξάρτηση από αναξιόπιστες πηγές ενέργειας (αιολική, ηλιακή), σε συνδυασμό με την εσπευσμένη σταδιακή κατάργηση της πυρηνικής ενέργειας, έχει κάνει την ηλεκτρική ενέργεια της Γερμανίας την πιο ακριβή στην Ευρώπη και θέτει σε κίνδυνο την ενεργειακή αυτονομία της χώρας ―και στην ουσία ολόκληρης της ηπείρου. Οι συνέπειες είναι πολλαπλές: περιβαλλοντικές, με υψηλές εκπομπές CO2, οικονομικές, με τη βιομηχανία σε απότομη πτώση, και γεωπολιτικές, με τους γείτονες της Γερμανίας να έχουν βαρεθεί τις αποτυχημένες ενεργειακές της υπαγορεύσεις.
Δεδομένου του δημογραφικού και οικονομικού βάρους της Γερμανίας, αυτό το τελευταίο γερμανικό λάθος αποδεικνύεται ακόμη μια ευρωπαϊκή καταστροφή.
Ο Drieu Godefridi είναι νομικός (Πανεπιστήμιο Saint-Louis του Λουβέν), φιλόσοφος (Πανεπιστήμιο Saint-Louis του Λουβέν) και διδάκτωρ Νομικής Θεωρίας (Paris IV-Sorbonne). Είναι επιχειρηματίας, Διευθύνων Σύμβουλος ευρωπαϊκού ομίλου ιδιωτικής εκπαίδευσης και διευθυντής του Ομίλου PAN Medias. Είναι συγγραφέας του βιβλίου The Green Reich (2020) (Το Πράσινο Ράιχ).