Τα κατά συρροή κατηγορητήρια και οι έρευνες που διεξάγονται εναντίον του πρώην προέδρου Ντόναλντ Τραμπ έχουν σκοπό να νοθεύσουν τις προεδρικές εκλογές του 2024∙ αλλά το πιο πρόσφατο κατηγορητήριο είναι μοναδικό στο να νοθεύσει ακόμη και τα επακόλουθά του.
Προηγούμενα κατηγορητήρια εναντίον του πρώην προέδρου είχαν ξεπεράσει κάθε είδους νομικής καινοτομίας μετατρέποντας τα πλημμελήματα σε κακουργήματα και αποφασίζοντας ότι η παραγραφή είναι απλώς μια πρόταση, αλλά το κατηγορητήριο της 6ης Ιανουαρίου από τον ειδικό εισαγγελέα των Δημοκρατικών Τζακ Σμιθ ποινικοποιεί την αμφισβήτηση των εκλογικών αποτελεσμάτων.
Ή τουλάχιστον των εκλογικών αποτελεσμάτων εις βάρος των Δημοκρατικών. Και μαζί με αυτά, κάθε πολιτική διαφωνία.
Το κατηγορητήριο της 6ης Ιανουαρίου υποστηρίζει ότι η αμφισβήτηση των εκλογικών αποτελεσμάτων από τον Τραμπ ήταν έγκλημα. Τι προσφέρει αυτό το τελευταίο κατηγορητήριο που δεν το έκαναν οι προηγούμενες κατηγορίες; Τα συγκεκριμένο έχει σχεδιαστεί για να εκφοβίσει όλους τους Ρεπουμπλικάνους που μπορεί να επιδιώξουν να αμφισβητήσουν το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών του 2024.
Ανικανοποίητοι με την απαγγελία κατηγοριών εναντίον του κορυφαίου υποψήφιου του Ρεμπουπλικανικού Κόμμτος (GOP) προκειμένου να νοθεύσουν τις εκλογές, οι Δημοκρατικοί ποινικοποιούν την πολιτική αντιπολίτευση πριν και μετά τις επερχόμενες εκλογές.
Το κατηγορητήριο μοιάζει περισσότερο με άρθρο της Washington Post με τον ισχυρισμό του ότι ο Τραμπ ήταν «αποφασισμένος να παραμείνει στην εξουσία» και έτσι «διέδιδε ψέματα» πως είχε γίνει απάτη, με σκοπό να «δημιουργηθεί μια έντονη ατμόσφαιρα δυσπιστίας και οργής σε εθνικό επίπεδο και να κλονιστεί η πίστη του κοινού σχετικά με τη διεξαγωγή των εκλογών».
Εάν είναι παράνομος ο ισχυρισμός ότι νοθεύτηκαν οι προεδρικές εκλογές, τότε πού είναι το κατηγορητήριο του Αλ Γκορ; Κανένας Δημοκρατικός δεν κατηγορήθηκε ποτέ για τον ισχυρισμό ότι ο Τζορτζ Μπους εξελέγη από βλάκες, για την αμφισβήτηση της εκλογής του δύο φορές στο Κογκρέσο ή για τη διάδοση ψευδών ειδήσεων και την έναρξη ερευνών για τους ψευδείς ισχυρισμούς τους ότι ο Τραμπ είχε εκλεγεί από τους Ρώσους, ακόμη και όταν το έκαναν για να «δημιουργήσουν μια έντονη ατμόσφαιρα δυσπιστίας και οργής σε εθνικό επίπεδο».
Όταν οι Δημοκρατικοί διαδίδουν ψεύδη για τις εκλογές, κερδίζουν συμβόλαια για συγγραφή βιβλίων και εκπομπές στη βραδινή ζώνη του MSNBC, και μερικές φορές, όπως ο Γκορ, κερδίζουν βραβεία Όσκαρ και Νόμπελ Ειρήνης.
Η αμφισβήτηση του εκλογικού αποτελέσματος είναι μια παραδοσιακή πρακτική που χρονολογείται εδώ και πάνω από δύο αιώνες, από τις προεδρικές εκλογές του 1800. Τα ελεύθερα έθνη με ανοιχτές εκλογές δεν φοβούνται την αμφισβήτηση του εκλογικού αποτελέσματος, και οι Δημοκρατικοί έχουν ξοδέψει μια περιουσία όσες φορές επιχείρησαν να αμφισβητήσουν το εκλογικό αποτέλεσμα. Η εκστρατεία Μπάιντεν ξόδεψε 20 εκατομμύρια δολάρια σε περισσότερες από 60 μετεκλογικές αγωγές που κατατέθηκαν το 2020.
Ο Σμιθ, παλιός φίλος των Δημοκρατικών, δεν θα κατηγορήσει τον Μπάιντεν ή τον Μαρκ Ελίας. Αντίθετα, κατηγορεί τον Τραμπ για επινοημένα εγκλήματα, όπως «παρεμπόδιση και παρακώληση της συνεδρίασης του Κογκρέσου της 6ης Ιανουαρίου», «συνωμοσία κατά του δικαιώματος ψήφου» και συνωμοσία για «παρακώλυση» της «νόμιμης ομοσπονδιακής κυβέρνησης από την οποία τα αποτελέσματα των προεδρικών εκλογών συλλέγονται, καταμετρώνται και πιστοποιούνται από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση».
Η δημόσια περιγραφή της αμφισβήτησης του εκλογικού αποτελέσματος ως προσπάθεια «εξαπάτησης» της κυβέρνησης των Ηνωμένων Πολιτειών μετατρέπει το άρθρο 18 §371 του Κώδικα των ΗΠΑ σε εργαλείο αβέβαιης αποτελεσματικότητας για την καταστολή κάθε είδους πολιτικής διαφωνίας. Η αντιμετώπιση της άσκησης παρασκηνιακής πολιτικής πίεσης ή οποιασδήποτε μορφής υπεράσπισης ως ισοδύναμο παραποίησης μαρτύρων μετατρέπει το άρθρο 18 §1512 του Κώδικα των ΗΠΑ σε όπλο εναντίον σχεδόν οποιουδήποτε προσπαθεί να επηρεάσει μια λειτουργία της κυβέρνησης. Που σημαίνει ουσιαστικά εναντίον όλων όσων ενδιαφέρονται για την πολιτική. Και τέλος, η χρήση του άρθρου 18 §241 του Κώδικα των ΗΠΑ —που αρχικά σχεδιάστηκε για την καταπολέμηση του KKK— ενάντια στον Τραμπ και οποιονδήποτε προσπαθεί να επαληθεύσει τα νόμιμα εκλογικά αποτελέσματα, μετατρέπει την εκλογική νοθεία σε αστικό δικαίωμα.
Πέρα από τις κακόβουλες καταχρήσεις του ομοσπονδιακού νόμου για τη στόχευση πολιτικού αντιπάλου, το κατηγορητήριο του Σμιθ θα δημιουργήσει μια άνευ προηγουμένου καταστολή της πολιτικής αντιπολίτευσης που δεν θα τελειώσει με τον Τραμπ ή με τις προεδρικές εκλογές του 2024. Ο Σμιθ δεν έκανε τίποτα λιγότερο από το να πάρει τμήματα του νόμου και να τα χρησιμοποιήσει για να χτίσει μια εγκληματική υποδομή που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να τεθούν εκτός νόμου τα περισσότερα πολιτικά κόμματα και δραστηριότητες, σε επίπεδο παρόμοιο με αυτό της κομμουνιστικής Κίνας ή της Ρωσίας.
Αυτή ήταν η ολοκληρωτική κατάσταση που το Russiagate είχε απλώς υπαινιχθεί, αλλά φθάνει στην ωριμότητά της με ένα κατηγορητήριο που δεν είναι απλώς αντισυνταγματικό, αλλά επιδιώκει να αντικαταστήσει κάθε είδους ανοιχτό πολιτικό σύστημα με ένα παρανοϊκό κράτος παρακολούθησης που εξαλείφει ανελέητα κάθε απειλή εναντίον της «δημοκρατίας» κάνοντας κατάχρηση των υφιστάμενων νόμων με σκοπό την επιλεκτική στόχευση και φυλάκιση πολιτικών αντιπάλων.
Και αυτό είναι που πραγματικά διακυβεύεται εδώ.
Το κατηγορητήριο της 6ης Ιανουαρίου βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην αρθρογράφηση σχετικά με την απειλή για τη δημοκρατία, κατηγορώντας τον πρώην πρόεδρο για «αποσταθεροποιητικά ψέματα σχετικά με εκλογική νοθεία» που «στόχευε μια θεμελιώδη λειτουργία της ομοσπονδιακής κυβέρνησης», ενώ δεν κατέδειξε πραγματικά γιατί η αμφισβήτηση των ομοσπονδιακών λειτουργιών θα έπρεπε να είναι έγκλημα. Εάν η άσκηση πίεσης στους νομοθέτες των πολιτειών και η αναζήτηση αναπληρωματικών εκλογέων είναι έγκλημα, τότε σχεδόν κάθε πρόεδρος πριν από το 1900 θα είχε μπει φυλακή. Για να μην αναφέρουμε επίδοξες πολιτικές προσωπικότητες όπως ο Αλεξάντερ Χάμιλτον. Και κάθε φορά που οι Δημοκρατικοί χάνουν τις εκλογές, αρχίζουν να σχεδιάζουν να εξαλείψουν το Εκλογικό Σώμα και επιδιώκουν να το κάνουν από την πίσω πόρτα χρησιμοποιώντας ολοκληρωμένα μέτρα, όπως το Εθνικό Διακρατικό Σύμφωνο Λαϊκής Ψηφοφορίας (NPVIC).
Θα πρέπει το NPVIC και οι πολιτείες που συμμετέχουν σε αυτό να αντιμετωπίζονται ως εγκληματική συνωμοσία ενάντια σε μια «θεμελιώδη λειτουργία της ομοσπονδιακής κυβέρνησης»; Το κατηγορητήριο του Σμιθ έχει δημιουργήσει προηγούμενο.
Το κατηγορητήριο κατηγορεί επανειλημμένα τον Τραμπ και τους συνεργάτες του για «απάτη» εικάζοντας, κάτι αυτονόητο για τους Δημοκρατικούς, ότι ο Μπάιντεν είχε κερδίσει τις εκλογές και ως εκ τούτου η αμφισβήτηση του αποτελέσματος είναι δόλια. Το κατηγορητήριο του Σμιθ βασίζει τους ισχυρισμούς του για απάτη στους ισχυρισμούς του ίδιου του κόμματός του, χρησιμοποιώντας ρητορική όπως «αβάσιμοι ισχυρισμοί για απάτη», «ψευδείς εκλογικές έρευνες» και «ψευδείς ισχυρισμοί για εκλογική νοθεία». Όλα αυτά είναι μεροληπτικές απόψεις του εισαγγελέα παρά του νόμου.
Και σε αυτό καταλήγει το κατηγορητήριο. Είναι παράνομο να διαφωνεί κανείς με τους Δημοκρατικούς; Εάν είναι, όπως υποστηρίζει ο Σμιθ στο κατηγορητήριό του, τότε όλες οι μορφές πολιτικής αντιπολίτευσης είναι επίσης παράνομες.
Οι Δημοκρατικοί και τα μέσα ενημέρωσής τους υποστηρίζουν ότι το κατηγορητήριο είναι απολιτικό όταν δεν είναι μόνο προϊόν πολιτικής μεροληψίας, αλλά μπορεί να υπάρχει μόνο ως δημοκρατικό πολιτικό έγγραφο που δεν έχει καμία σχέση με ένα νομικό σύστημα ανεξάρτητο από τις προκαταλήψεις του. Σε μια κοσμοθεωρία των Δημοκρατικών, ο Τραμπ έκανε «ψευδείς ισχυρισμούς» για εκλογές που έχασε.
Αλλά, όπως πολλά στην πολιτική, αυτό είναι μια άποψη, όχι ένα γεγονός.
Μπορείς να κατηγορήσεις τους ανθρώπους για ό,τι κάνουν, όχι για ό, τι πιστεύουν. Και όμως, ο Σμιθ έχει εμμονή με αυτά που πιστεύει ο Τραμπ, γιατί χωρίς αυτά, δεν υπάρχει έγκλημα. Και αν δεν υπάρχει έγκλημα χωρίς πεποίθηση, τότε δεν υπήρξε ποτέ έγκλημα.
Ο Σμιθ ισχυρίζεται ότι ο Τραμπ εν γνώσει του έκανε «ψευδείς ισχυρισμούς», επειδή, μεταξύ άλλων, ο υπουργός Εξωτερικών της Νεβάδα είχε δημοσιεύσει ένα έγγραφο με τίτλο «Γεγονότα εναντίον Μύθων». Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, δεν είναι δυνατόν ο Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών και ο Υπουργός Εξωτερικών της Νεβάδα να διαφωνούν, και είναι παράνομο ο πρώτος να μην υποκύπτει στην εξουσία του δεύτερου.
Οι Δημοκρατικοί που απέρριψαν τα πορίσματα της υπουργού Εξωτερικών της Φλόριντα Κάθριν Χάρις το 2000, η οποία στη συνέχεια έγινε αντικείμενο αποδοκιμασίας, απειλών και χλευασμού, δεν παραπέμφθηκαν σε δίκη. Το θέμα δεν είναι οι σχετικές θέσεις, αλλά η σχετική πολιτική Ρεπουμπλικανών και Δημοκρατικών.
Οι Δημοκρατικοί πέρασαν τις δύο τελευταίες γενιές ποινικοποιώντας την πολιτική διαφωνία. Οι ακτιβιστές για το περιβάλλον απαιτούν να απαγγελθούν κατηγορίες για απάτη σε εταιρείες πετρελαίου και φυσικού αερίου επειδή «αρνούνται» την ύπαρξη της υπερθέρμανσης του πλανήτη. Στα αστυνομικά τμήματα γίνονται έρευνες σχετικά με τα ατομικά δικαιώματα όταν αμφισβητούνται ισχυρισμοί για συστημικό ρατσισμό. Το κατηγορητήριο της 6ης Ιανουαρίου είναι μέρος ενός ολοκληρωτικού προγράμματος που απορρίπτει την ιδέα της πολιτικής διαφωνίας και τη σημασία της συζήτησης στην αγορά ιδεών του συστήματός μας.
Αυτό το κατηγορητήριο δεν αποτελεί απλώς απειλή για έναν πρώην πρόεδρο, αλλά για τη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων.
Εάν το κατηγορητήριο του Σμιθ της 6ης Ιανουαρίου πετύχει, η ελευθερία θα πεθάνει και κάθε διαφωνία θα καταστεί παράνομη. Η διαφωνία με τους αριστερούς δεν θα οδηγεί πλέον απλώς σε απώλεια εργασίας ή σε καβγάδες στα social media, αλλά σε συλλήψεις, δίκες και ποινές φυλάκισης. Αυτό που διακυβεύεται εδώ είναι αν η Αμερική θα επιβιώσει.
Ο Daniel Greenfield έχει τον τίτλο Shillman Journalism Fellow στο Κέντρο David Horowitz Freedom Center. Αυτό το άρθρο είχε προηγουμένως δημοσιευτεί στο Front Page Magazine του Κέντρου.