Από το 1992 και τη Σύνοδο Κορυφής για τη Γη στο Ρίο, η Δύση ζει κάτω από το ξόρκι μιας «κλιματικής έκτακτης ανάγκης» που συνεχώς ανανεώνεται αλλά δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ. Έκτοτε, η Δύση ―και μόνον η Δύση― έχει θέσει ως κύριο στόχο τη μείωση των εκπομπών του CO2 (και άλλων αερίων του θερμοκηπίου, που αναφέρονται στη συνέχεια αυτού του άρθρου).
Τώρα βρισκόμαστε στο 2023, και ήρθε η ώρα κάνουμε κριτική:
1. Οι εκπομπές του CO2 δεν έχουν σταματήσει να αυξάνονται και θα συνεχίσουν να αυξάνονται.
Από το 1992, οι παγκόσμιες εκπομπές του CO2 συνεχίζουν να αυξάνονται. Με την Κίνα να ανοίγει κατά μέσο όρο δύο νέους σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής με καύση άνθρακα την εβδομάδα και την Ινδία προφανώς πιο αποφασισμένη από ποτέ να συνεχίσει την καμπύλη της ανάπτυξής της, όπως και ολόκληρος ο μη-δυτικός κόσμος, οι παγκόσμιες εκπομπές CO2 θα συνεχίσουν να αυξάνονται στο άμεσο μέλλον. Δεν υπάρχει ακόμη καμία διαθέσιμη, φθηνή εναλλακτική λύση στα ορυκτά καύσιμα.
Αυτή η αύξηση των παγκόσμιων εκπομπών του CO2 θα ήταν αναπόφευκτη ακόμη και αν η Δύση επέμενε στις προσπάθειές της να μειώσει τις εκπομπές: οι μειώσεις της Δύσης αποτελούν― και θα συνεχίσουν να αποτελούν― υπεραντιστάθμισμα για την αύξηση των εκπομπών στον υπόλοιπο κόσμο.
2. Άραγε ο στόχος της Συμφωνίας του Παρισιού― «να περιοριστεί η αύξηση της θερμοκρασίας στους 1,5°C πάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα»― θα επιτευχθεί;
Η επίτευξη του στόχου της Συμφωνίας του Παρισιού απαιτεί δραστικές μειώσεις των εκπομπών του CO2. Αυτό δεν έχει συμβεί. Δεν είμαστε σε καλό δρόμο. Αυτή η παγκόσμια μείωση δεν θα συμβεί. Επομένως, ο στόχος της Συμφωνίας του Παρισιού δεν θα επιτευχθεί. Αυτό είναι πλέον μια βεβαιότητα ή, σύμφωνα με τα λόγια της Διακυβερνητικής Επιτροπής του ΟΗΕ για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC), μια προβολή με πολύ υψηλό βαθμό αξιοπιστίας.
3. Θα επιτευχθεί ο στόχος της ΕΕ για «απαλλαγή από τις εκπομπές του διοξειδίου του άνθρακα έως το 2050»;
Ακόμη πιο ακραίος από τη Συμφωνία του Παρισιού είναι ο στόχος της ΕΕ για απαλλαγή από τις εκπομπές του διοξειδίου του άνθρακα. Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, ακόμη και αν η ΕΕ έπαυε να υπάρχει, οι παγκόσμιες εκπομπές του CO2 θα συνέχιζαν να αυξάνονται. Από αυτή την άποψη, η μείωση των ευρωπαϊκών εκπομπών έχει νόημα μόνο εάν αποτελεί μέρος ενός αποτελεσματικού παγκόσμιου πλαισίου και όχι ενός εθνικού ή περιφερειακού πλαισίου. «Δίνοντας το παράδειγμα» σε καθεστώτα και χώρες σε ολόκληρο τον κόσμο που συχνά μισούν τη Δύση απλώς δίνει τη δυνατότητα σε αυτές τις χώρες να γίνουν ισχυρότερες, ενώ οι χώρες που δίνουν το παράδειγμα αποδυναμώνονται θέτοντας τον εαυτό τους σε οικονομικά δυσχερή οικονομική θέση ― χωρίς ουσιαστικά καμία καθαρή επίδραση στην κλίμα. Πιστεύουμε πραγματικά ότι η Κίνα, η Ρωσία και η Ινδία θα αφήσουν τη Δύση να υπαγορεύσει τους οικονομικούς τους όρους και τις εκπομπές τους σε CO2; Εντωμεταξύ, καθώς οι εκπομπές αυξάνονται, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι χώρες αυτές θα χαίρονταν πολύ βλέποντας τη Δύση να αυτοπεριορίζεται.
Ο Φρανς Τίμερμανς, Πρώτος Αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, πιθανότατα ο πιο ένθερμος εξτρεμιστής που ήρθε στην εξουσία στην Ευρώπη από το 1945 ― όπου επικεφαλής του υπουργικού συμβουλίου είναι ο πρώην αρχηγός της αντιπυρηνικής εκστρατείας της Greenpeace― πολλαπλασιάζει μέτρα, πρωτοβουλίες και διακηρύξεις με στόχο τη δραστική μείωση των ευρωπαϊκών εκπομπών του CO2 ― ακόμη και με κόστος την οικονομική καταστροφή της Ευρώπης, με κόστος την ελευθερία και με κόστος τη βάναυση αύξηση της εξάρτησης της Ευρώπης από τα ορυκτά σπάνιων γαιών της Κίνας.
Το κλίμα δεν γνωρίζει ούτε Ευρώπη ούτε Ασία. Τίποτα από αυτά που επιτυγχάνουν η Ευρώπη και η Δύση σε αυτόν τον τομέα δεν έχει την παραμικρή σημασία, εάν η μείωση των εκπομπών δεν είναι παγκόσμια.
4. Θα είχαν σημασία οι οικονομικές συνέπειες ακόμη και του πιο απαισιόδοξου σεναρίου της IPCC για την υπερθέρμανση του πλανήτη;
Ας εξετάσουμε τώρα το ζήτημα των οικονομικών επιπτώσεων των εκπομπών CO2.
Ο ειδικός για το κλίμα και φυσικός Στίβεν Κούνιν, πρώην υφυπουργός Επιστήμης της κυβέρνησης Ομπάμα, αναφέρει στο τελευταίο του βιβλίο, Unsettled ότι ακόμη και αν το πιο απαισιόδοξο σενάριο της IPCC γινόταν πραγματικότητα, ο παγκόσμιος οικονομικός αντίκτυπος θα ήταν αμελητέος (Unsettled: Dallas , BenBella Books, 2021, κεφάλαιο 9, «Καταστροφές που δεν γίνονται», σελίδα 179.)
Στην πέμπτη και τελευταία (πλήρη) έκθεσή της, η IPCC εκτιμά ότι μια θερμοκρασία κατά 3° ―διπλάσια από τον στόχο της Συμφωνίας του Παρισιού― θα μείωνε την παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη κατά 3%. Τρία τοις εκατό το χρόνο; Όχι, 3% έως το έτος 2100. Αυτό το ποσοστό αντιπροσωπεύει μείωση της παγκόσμιας οικονομικής ανάπτυξης κατά 0,04% ετησίως, αριθμός που είναι ελάχιστα μετρήσιμος στατιστικά. Αυτό αναφέρεται στο απαισιόδοξο σενάριο της IPCC. Στα πιο αισιόδοξα σενάρια, οι οικονομικές επιπτώσεις της υπερθέρμανσης θα είναι ουσιαστικά ανύπαρκτες. Η IPCC, AR5, Ομάδα Εργασίας II, κεφάλαιο 10 αναφέρει:
«Για τους περισσότερους οικονομικούς τομείς, ο αντίκτυπος της κλιματικής αλλαγής θα είναι μικρός σε σχέση με τον αντίκτυπο που θα έχουν άλλοι παράγοντες. [...] Οι αλλαγές στον πληθυσμό, την ηλικία, το εισόδημα, την τεχνολογία, τις σχετικές τιμές [...] και πολλές άλλες πτυχές της κοινωνικοοικονομικής ανάπτυξης θα έχουν αντίκτυπο στην προσφορά και τη ζήτηση οικονομικών αγαθών και υπηρεσιών που είναι μεγάλος σε σχέση με τον αντίκτυπο της κλιματικής αλλαγής».
Με άλλα λόγια, σύμφωνα με τα στοιχεία της ίδιας της IPCC, η οικονομική ανάπτυξη και η ευημερία στην Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες απειλούνται περισσότερο από εξτρεμιστικές και παραληρηματικές περιβαλλοντικές πολιτικές παρά από την υπερθέρμανση του πλανήτη. Όπως ανέφερε ο Jean-Pierre Schaeken Willemaers του Ινστιτούτου Thomas More, πρόεδρος της Ομάδας για την Ενέργεια, το Κλίμα και το Περιβάλλον, στις 22 Φεβρουαρίου:
«Η ΕΕ και τα κράτη μέλη της έχουν επικεντρωθεί στην πολιτική για το κλίμα, κινητοποιώντας τεράστιους οικονομικούς και ανθρώπινους πόρους, μειώνοντας έτσι τους απαραίτητους πόρους για την ανάπτυξη της βιομηχανίας της και αποδυναμώνοντας την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού».
Το μάθημα που δίνουν όλα αυτά είναι απλό: οι μελλοντικές γενιές θα μας κρίνουν αυστηρά επειδή επιτρέπουμε στον εξτρεμιστικό περιβαλλοντικό ακτιβισμό να μας εξασθενίσει στη Δύση, ενώ μια εχθρική Ανατολή –Κίνα, Ρωσία, Βόρεια Κορέα και Ιράν– συνεχίζει να προωθεί τις βιομηχανικές και στρατιωτικές της δυνατότητες. Αντί να προσπαθούμε να καταπολεμήσουμε τις εκπομπές του CO2, καλύτερα θα ήταν να επενδύσουμε στην έρευνα τρόπων για να γίνουν καθαρότερες αλλά και λιγότερο δαπανηρές αξιόπιστες πηγές ενέργειας, ώστε όλοι ―από επιλογή― να σπεύσουν να τις χρησιμοποιήσουν.
Οι παγκόσμιες εκπομπές και το συσσωρευμένο απόθεμα του CO2 στην ατμόσφαιρα, δυστυχώς, δεν θα μειωθούν σύντομα, αλλά αυτός δεν είναι λόγος να αφήσουμε τη θέση της Δύσης να αποδυναμωθεί παγκοσμίως.
Ο Drieu Godefridi είναι νομικός (Πανεπιστήμιο Saint-Louis του Λουβέν), φιλόσοφος (Πανεπιστήμιο Saint-Louis του Λουβέν) και διδάκτωρ Νομικής Θεωρίας (Paris IV-Sorbonne). Είναι συγγραφέας του βιβλίου The Green Reich (Πράσινο Ράιχ).