Κατά τη διάρκεια μιας κοινοβουλευτικής συνάντησης του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) στις 24 Ιουλίου, Ο Τούρκος Πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν αναφέρθηκε στο Ισραήλ ως το «πιο Σιωνιστικό, φασιστικό και ρατσιστικό κράτος στον κόσμο.» Αναφερόμενος στο πρόσφατο απόσπασμα της Κνέσετ του Ισραήλ του «Βασικός Νόμος: Το Ισραήλ σαν Έθνος-Κράτος του Εβραϊκού Λαού», ο Ερντογάν χαρακτήρισε την άποψη της Ισραηλινής κυβέρνησης πως «δεν έχει διαφορά από την εμμονή του Χίτλερ με την Άρια φυλή.»
Στη πραγματικότητα, δεν υπάρχει τίποτα «φασιστικό» ή «ρατσιστικό» στον νέο νόμο του Ισραήλ. Αντιθέτως, όπως αναφέρει και ο David Hazony στο Forward:
«Αυτός ο νόμος βρίσκεται σε εξέλιξη τουλάχιστον από τις αρχές του 2000, μια εποχή που δύο μεγάλες δυνάμεις αναδείχθηκαν απειλώντας το Σιωνιστικό έργο όπως αυτό ήταν ιστορικά κατανοητό. Η πρώτη ήταν η άνοδος του «μετά-Σιωνισμού», ένα μικρό αλλά με πάθος πνευματικό-πολιτικό κίνημα που απέρριψε ρητά την ιδέα ενός «εβραϊκού κράτους» και προσπάθησε να μετατρέψει τη χώρα σε «κράτος για όλους τους πολίτες», κόβοντας κάθε σύνδεση με την εβραϊκή ιστορία, την κοινωνία ή τον συμβολισμό.
«Ο δεύτερος πιο σημαντικός παράγοντας ήταν η «Συνταγματική επανάσταση» υπό την ηγεσία του τότε Προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Αχαρόν Μπάρακ, που αναγνώρισε προγενέστερους Βασικούς Νόμους με συνταγματική ισχύ, γεγονός που συντέλεσε στο να περάσουν δύο νέοι Βασικοί Νόμοι (Βασικός Νόμος Ανθρώπινη Αξιοπρέπεια και Ελευθερία, και Βασικός νόμος: Ελευθερία της Εργασίας) και καθιέρωσε τα βασικά δικαιώματα των ισραηλινών πολιτών, Εβραίων και μη.
«Οι βασικοί αυτοί νόμοι δεν ήταν κάτι κακό. Το γεγονός είναι ότι το Ισραήλ είναι ένα εβραϊκό κράτος και ταυτόχρονα μια φιλελεύθερη δημοκρατία και οι βασικές ελευθερίες πρέπει να προστατεύονται για όλους.»
Ο Ερντογάν συγκεκριμένα δεν θα έπρεπε να κατηγορεί αναληθώς άλλους για πρακτικές που ο ίδιος εφήρμοσε για χρόνια— και τις οποίες έχει αυξήσει μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα τον Ιούλιο του 2016 με σκοπό να τον απομακρύνουν από την εξουσία. Στη πραγματικότητα, μόλις πριν λίγες εβδομάδες, η τουρκική κυβέρνηση απέλυσε πάνω από 18.000 δημόσιους υπαλλήλους λόγω υποτιθέμενων δεσμών με οργανώσεις που «ενεργούν κατά της εθνικής ασφάλειας».
Σύμφωνα με την Παγκόσμια Έκθεση 2018 του Παρατηρητηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων:
«Υπό κατάσταση έκτακτης ανάγκης που τέθηκε σε ισχύ από τον Ιούλιο του 2016 [μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα], [...] υιοθετήθηκαν πολλά διατάγματα που υπονομεύουν τα μέτρα ασφαλείας για τα ανθρώπινα δικαιώματα και έρχονται σε αντίθεση με τις διεθνείς υποχρεώσεις της Τουρκίας όσον αφορά τα ανθρώπινα δικαιώματα.
«Συνέχισαν να απολύονται ή να τίθενται σε διαθεσιμότητα οι δημόσιοι υπάλληλοι με διάταγμα χωρίς τη δέουσα διαδικασία... Εκατοντάδες μέσα ενημέρωσης, σύλλογοι, ιδρύματα, ιδιωτικά νοσοκομεία και εκπαιδευτικά ιδρύματα που η κυβέρνηση έκλεισε με διάταγμα παρέμειναν κλειστά το 2017, ενώ τα περιουσιακά τους στοιχεία κατασχέθηκαν χωρίς αποζημίωση ...
«Άνθρωποι συνέχισαν να συλλαμβάνονται και να παραμένουν υπό κράτηση για τρομοκρατική επίθεση... Στους διωκόμενους συμπεριλαμβάνονται δημοσιογράφοι, δημόσιοι υπάλληλοι, δάσκαλοι και πολιτικοί καθώς και αστυνομικοί και στρατιωτικό προσωπικό... Οι διώξεις... συχνά δεν είχαν αξιόλογες ενδείξεις εγκληματικής δραστηριότητας...
«Η Τουρκία είναι ο παγκόσμιος ηγέτης στη φυλάκιση δημοσιογράφων και εργαζομένων στα ΜΜΕ καθώς αντιμετωπίζουν ποινικές έρευνες και δίκες... Οι περισσότερες εφημερίδες και τηλεοπτικά κανάλια δεν δρουν ανεξάρτητα αλλά προωθούν τη πολιτική γραμμή της κυβέρνησης...
«Οι αρχές συχνά επέβαλαν αυθαίρετες απαγορεύσεις σε δημόσιες συνελεύσεις και διέλυσαν βίαια ειρηνικές διαδηλώσεις ...
«... πάνω από 500 δικηγόροι έχουν φυλακιστεί εν αναμονή δίκης και σε πάνω από 1.000 έχει ασκηθεί δίωξη...
«Για τρίτη χρονιά, το γραφείο του κυβερνήτη της Κωνσταντινούπολης απαγόρευσε τις ετήσιες παρελάσεις Gay και Trans Pride...»
Η μεταχείριση των μειονοτήτων από την Τουρκία είναι εξίσου σοκαριστική. Η πρόσφατη έναρξη ενός έργου «αστικής μεταμόρφωσης» στην Κωνσταντινούπολη δείχνει κατά κάποιο τρόπο πως η κυβέρνηση απορρίπτει ενεργά τόσο την εβραϊκή όσο και την χριστιανική ιστορία της.
Σύμφωνα με τα τούρκικα μέσα μαζικής ενημέρωσης, ο Δήμος Κωνσταντινούπολης ανακήρυξε την ιστορική γειτονιά Kuzguncuk και άλλες 16 ως περιοχές «αστικής μεταμόρφωσης». Κρίνοντας από προηγούμενα τέτοια έργα, τα οποία κατέληξαν στη μείωση των πράσινων χώρων και την αντικατάσταση ιστορικών κατοικιών με σύγχρονα πολυώροφα κτίρια, η ίδια μοίρα περιμένει το Kuzguncuk. Αυτή η γραφική γειτονιά ήταν «κάποτε μια μικτή κοινότητα από Έλληνες, Εβραίους και Αρμένιους» με μια μειονότητα Μουσουλμάνων, σύμφωνα με τη ακαδημαϊκό Έιμυ Μιλς, στο βιβλίο της το 2010, Streets of Memory: Landscape, Tolerance, and National Identity in Istanbul. Όπως γράφει η Μιλς: «Στο Kuzguncuk το 1914, υπήρχαν 1.600 Αρμένιοι, 400 Εβραίοι, 70 Μουσουλμάνοι, 250 Έλληνες και 4 αλλοδαποί.»
Όλα αυτά άλλαξαν δραματικά από το 1915, κατά τη δεκαετή γενοκτονία εναντίον Αρμενίων, Ελλήνων και Ασσυρίων. Αν και σφαγιάστηκαν περίπου 3.000.000 χριστιανοί, η τουρκική κυβέρνηση αρνείται μέχρι σήμερα ότι η γενοκτονία έλαβε χώρα.
Σύμφωνα με έναν κάτοικο ιστορικό του Kuzguncuk, τον Nedret Ebcim, το 1933, ο πληθυσμός της γειτονιάς εξακολουθούσε να είναι 90% μη μουσουλμανικός.
Η Μιλς γράφει:
«Η πλειοψηφία [ήταν] Εβραίοι, και μετά ακολουθούσαν Έλληνες, Τούρκοι και Αρμένιοι... κάτοικοι του Kuzguncuk που θυμούνται τα παλιά» περιγράφουν μια κουλτούρα που ήταν συνηθισμένο για όλους τους κάτοικους να μιλούν λίγο Λαντίνο [Ισπανό-Εβραϊκά], Ελληνικά, Αρμένικα ή Γαλλικά.
«Αλλά σήμερα, οι οικογένειες Εβραίων και Χριστιανών που κατοικούν στο Kuzguncuk μπορούν να μετρηθούν στα δάχτυλα του χεριού. Και οι περισσότεροι από αυτούς έχουν παντρευτεί Μουσουλμάνους... Οι εκκλησίες και οι συναγωγές διατηρούνται σε μεγάλο βαθμό από ανθρώπους που ζουν σε άλλες γειτονιές και επιστρέφουν στο Kuzguncuk για να παρακολουθήσουν τις λειτουργίες του Σαββατοκύριακου και να συντηρήσουν τα κτίρια... Η Αρμένικη εκκλησία συγκεντρώνει πολύ λίγο κόσμο από άλλες περιοχές της Κωνσταντινούπολης, καθώς έχουν απομείνει ελάχιστοι Αρμένιοι από το Kuzguncuk.»
Το ίδιο ισχύει και για την υπόλοιπη Τουρκία, καθώς μη μουσουλμάνοι πολίτες παραμένουν στόχοι δίωξης ακόμη και μετά την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας το 1923. Για παράδειγμα, χρησιμοποιούσαν «κωδικούς καταγωγής» για να καταχωρούν τις μειονότητες στην Τουρκική Διεύθυνση Πληθυσμού – όπου ο αριθμός 1 ήταν για τους Έλληνες, ο αριθμός 2 για τους Αρμένιους και το 3 για τους Εβραίους.
Σύμφωνα με τη Μιλς:
«Από την αρχή της δημοκρατίας, οι ηγέτες της Τουρκίας θέλησαν να αυξήσουν τη συμμετοχή των μουσουλμάνων στην οικονομία και να μειώσουν την επιρροή των μειονοτήτων, ειδικά στην Κωνσταντινούπολη... Στις αρχές της δεκαετίας του 1920, τα μποϊκοτάζ εναντίον των μη μουσουλμανικών επιχειρήσεων και η απομάκρυνση εκατοντάδων μειονοτήτων από δουλειές όπου κυριαρχούσαν, είχαν ως αποτέλεσμα χιλιάδες μη Μουσουλμάνοι να εγκαταλείψουν την Κωνσταντινούπολη. Μέχρι το 1929, 70.000 μη Μουσουλμάνοι έφυγαν από τη Τουρκία.
«Το 1922, ιδρύθηκε η Εθνική Τούρκικη Εμπορική Ένωση με σκοπό να καθορίσει ποιες επιχειρήσεις ήταν τούρκικες. Η ένωση ανακάλυψε πως το 97% των εισαγωγών και εξαγωγών στην Κωνσταντινούπολη και όλα τα μαγαζιά, καταστήματα, εστιατόρια και κέντρα ψυχαγωγίας στο Μπέγιογλου άνηκαν σε μειονότητες. Αυτή η έρευνα αποτέλεσε πρόδρομο για τις ενέργειες που ακολούθησαν με σκοπό να τουρκοποιήσουν την οικονομία της πόλης· το 1923, οι μη μουσουλμάνοι εκδιώχθηκαν από θέσεις εργασίας που είχαν να κάνουν με το εμπόριο και τις ασφαλιστικές εταιρείες. Το 1924, απαγορεύτηκε στις μειονότητες να εργαστούν σε θέσεις παροχής υπηρεσιών, μπαρ, εστιατόρια, καφετέριες, καθώς και ως καπετάνιοι, ψαράδες και οδηγοί τραμ, δουλειές που άνηκαν κατά κύριο λόγο σε μη Μουσουλμάνους. Το 1934 ένας νόμος απαγόρευσε σε αλλοδαπούς επιπλέον επαγγέλματα που εξασκούνταν ως επί το πλείστον από μειονότητες μέχρι τότε.
«Οι πολιτικές τουρκοποίησης τις δεκαετίες 1920 και 1930 στην Κωνσταντινούπολη στόχευαν όχι μόνο ιδιοκτησιακά και οικονομικά δικαιώματα αλλά και τη μη Τούρκικη γλώσσα και κουλτούρα.»
Το 1928 για παράδειγμα, ξεκίνησε μια καμπάνια από μία φοιτητική ένωση στη Κωνσταντινούπολη για να εξαναγκάσουν τις μειονότητες να μιλούν Τούρκικα. Απαγορεύτηκε η δημόσια χρήση γλωσσών άλλων από τη Τούρκικη και όσοι δεν συμμορφώθηκαν, απειλήθηκαν, χτυπήθηκαν, συνελήφθησαν ή τους επιβλήθηκαν πρόστιμα.
Το 1941, Αρμένιοι, Ασσύριοι, Έλληνες και Εβραίοι άνδρες στη Τουρκία εξαναγκάστηκαν να δουλέψουν σε στρατόπεδα εργασίας -- σύμφωνα με μια πολιτική που ονομάστηκε «στρατολόγηση των είκοσι τάξεων»-- αναγκάστηκαν να δουλέψουν υπό αντίξοες συνθήκες για να φτιάξουν δρόμους και αεροδρόμια. Κάποιοι από αυτούς πέθαναν από αρρώστιες και άλλους λόγους.
Το 1942, η τούρκικη κυβέρνηση θέσπισε νόμο για πληρωμή φόρου επί το πλούτο με σκοπό να διώξει τους Αρμένιους, Έλληνες και Εβραίους από τη τούρκικη οικονομία. Όσοι αδυνατούσαν να πληρώσουν τον φόρο στέλνονταν σε στρατόπεδα εργασίας ή απελαύνονταν ή οι περιουσίες τους κατάσχονταν από τη κυβέρνηση. Σύμφωνα με τον ιστορικό Corry Guttstadt:
«Πολλές οικογένειες αναγκάστηκαν να πουλήσουν τα μαγαζιά τους και τις επιχειρήσεις τους, τα σπίτια τους, ακόμη και χαλιά, έπιπλα, και άλλα είδη οικιακής χρήσης, προκειμένου να μαζέψουν τα χρήματα για τον φόρο. Μερικοί άνθρωποι όντας σε απόγνωση αυτοκτόνησαν.»
Στις 6 και 7 Σεπτεμβρίου του 1955, οι Χριστιανοί Έλληνες της Κωνσταντινούπολης έγιναν στόχος επίθεσης που οδηγήθηκε από την κυβέρνηση, κατά την οποία στοχοποιήθηκαν επίσης Αρμένιοι και Εβραίοι. Οι Τούρκοι επιτέθηκαν σε οτιδήποτε άνηκε σε Έλληνες – σπίτια, επιχειρήσεις, εκκλησίες, νεκροταφεία και σχολεία, μεταξύ άλλων. Ένας Βρετανός δημοσιογράφος ανέφερε ότι οι ελληνικές γειτονιές της Κωνσταντινούπολης «έμοιαζαν όπως τα βομβαρδισμένα μέρη του Λονδίνου κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.» Η αγριότητα των όχλων δημιούργησε τέτοια ατμόσφαιρα φόβου που μετά το πογκρόμ δεκάδες χιλιάδες Έλληνες έφυγαν από την Τουρκία.
Σε αυτή τη φωτογραφία από το Σεπτέμβριο του 1955, πλήθος Τούρκων στην Κωνσταντινούπολη καταστρέφει καταστήματα που ανήκουν σε Έλληνες Χριστιανούς. (Πηγή εικόνας: Wikimedia Commons) |
Το 1964, οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης – συμπεριλαμβανομένων των ανάπηρων, των ηλικιωμένων και των ασθενών -- έγιναν θύματα μαζικής εκδίωξης στα χέρια της τουρκικής κυβέρνησης. Είχαν στη διάθεσή τους 12 ώρες για να φύγουν από τη Τουρκία και μπορούσαν να πάρουν μαζί τους 20 κιλά [44 λίβρες] πράγματα και χρηματικό ποσό αντίστοιχο των 20 δολαρίων, αφήνοντας πίσω την υπόλοιπη περιουσία τους, η οποία κατασχέθηκε από το τουρκικό κράτος και ιδιώτες. Στη συνέχεια, πολλά μέλη των Ελληνορθόδοξων κοινοτήτων πέρα από την Κωνσταντινούπολη εγκατέλειψαν τη χώρα, ανεβάζοντας το σύνολο σε 45.000, σύμφωνα με τον ερευνητή Salih Erturan.
Σύμφωνα με μία έρευνα του 1992 από το Παρατηρητήριο του Ελσίνκι, ακόμη και το 1991, η μικρή μειονότητα Ελλήνων στην Κωνσταντινούπολη στερούταν την ελευθερία της έκφρασης καθώς λογοκρίνονταν διαρκώς από τις τουρκικές αρχές. Οι δύο εναπομείναντες εφημερίδες στην ελληνική γλώσσα στη πόλη αναγκάζονταν να υποβάλουν πέντε αντίγραφα κάθε μέρα στο γραφείο του κυβερνήτη, και δεν τους επιτρεπόταν να κατακρίνουν την τουρκική κυβέρνηση.
Το 2008, ένας Αρμένιος δημοσιογράφος έγραψε πως πολλοί Αρμένιοι στην Τουρκία χρησιμοποιούσαν δύο διαφορετικές επαγγελματικές κάρτες— μια για τους υπόλοιπους Αρμένιους και μια άλλη με τούρκικο όνομα για Τούρκους που μπορεί να ήταν εχθρικοί απέναντι σε Αρμένιους. «Η Αρμενικότητα είναι ορατή μόνο μέσα στην [αρμένικη] κοινότητα· δεν είναι ορατή στην δημόσια σφαίρα,» έγραψε. «Συγκεκριμένα 20 ή 30 χρόνια πριν, αυτό το 'αόρατο' αρμένικο φαινόμενο ήταν πιο διαδεδομένο.» Προφανώς, αποτελούσε μέτρο ασφαλείας για πολλούς Αρμένιους να μην αποκαλύπτουν την αληθινή τους ταυτότητα στο κοινό.
Ο σημερινός πληθυσμός της αρμενικής κοινότητας στην Τουρκία είναι περίπου 60.000. Υπάρχουν λιγότεροι από 15.000 Εβραίοι και λίγοι Ασσύριοι Χριστιανοί. Σύμφωνα με ρεπορτάζ του 2005, στην Κωνσταντινούπολη είχαν απομείνει μόνο 1,244 Έλληνες εκείνο τον καιρό. Επιπλέον, ακόμη και αυτές οι μικροσκοπικές μειονότητες φαίνεται πως φεύγουν από τη Τουρκία μαζικά για να ξεφύγουν από την αστάθεια και την επιθετικότητα που υποφέρουν στη χώρα.
Εν τω μεταξύ, η Τουρκία κυβερνάται σήμερα από μια κυβέρνηση που υποστηρίζει τους τζιχαντιστές, η οποία προσπαθεί να συντρίψει οποιαδήποτε υπόνοια ελευθερίας έχει απομείνει στην χώρα. Πολλοί Μουσουλμάνοι Τούρκοι, αποδέκτες της κατάχρησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από τον Ερντογάν, έχουν σοκαριστεί από τα τρέχοντα αντιδημοκρατικά γεγονότα στη Τουρκία. Δεν θα έπρεπε όμως, γιατί τέτοιες καταχρήσεις λαμβάνουν χώρα εδώ και δεκαετίες. Πολύ πιθανό, οι Τούρκοι να συνεχίζουν να ζουν υπό τη καταπίεση που οι ίδιοι δημιούργησαν.
Η βίαιη λεκτική αντίδραση του Ερντογάν όσον αφορά το εθνικό-κρατικό δίκαιο του Ισραήλ δεν είναι μόνο υποκριτική, αλλά εντελώς αδικαιολόγητη. Τίποτα στην νομοθεσία δεν αποτελεί προσβολή για τις μειονότητες, ή όπως γράφει ο Jonathan Tobin στο National Review:
«...δεν υπάρχει τίποτα προσβλητικό εκτός και αν πιστεύετε ότι οι Εβραίοι πρέπει να στερούνται τα βασικά δικαιώματα εγκατάστασης, κυριαρχίας και αυτοάμυνας στη χώρα τους - δικαιώματα που κανείς δεν θα σκεφτόταν να αρνηθεί σε οποιονδήποτε άλλο. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο αυτή η αντι-σιωνιστική τάση είναι πανομοιότυπη με τον αντισημιτισμό.»
...
«...μια πιο προσεκτική ματιά δεν αποκαλύπτει κάτι που σε οποιοδήποτε άλλο πλαίσιο θα ήταν αμφιλεγόμενο. Η δήλωση πως η εθνική γλώσσα του Ισραήλ είναι τα εβραϊκά αναγνωρίζοντας το ειδικό καθεστώς των αραβικών δεν αποτελεί διάκριση περισσότερο από την προτεραιότητα που δίνεται στα ισπανικά σε όλη την Ισπανία.
Ο Ερντογάν πρέπει να θυμηθεί πως δεν είναι το Ισραήλ – μια ζωντανή δημοκρατία που συνεχώς ανθίζει, με ίσα δικαιώματα για όλους τους πολίτες της -- του οποίου η συμπεριφορά θυμίζει τα μελανά σημεία του παρελθόντος. Είναι η Τουρκία.
Η Ουζάι Μπουλούτ, δημοσιογράφος από την Τουρκία, είναι Distinguished Senior Fellow στο Gatestone Institute. Τώρα ζει στην Ουάσινγκτον D.C.