Η αστυνομία έχει εμπλακεί με έναν διαδηλωτή του κινήματος «κίτρινα γιλέκα» στις 18 Δεκεμβρίου 2018 στο Μπιαρίτζ της Γαλλίας. (Φωτογραφία: Gari Garaialde/Getty Images) |
Σάββατο, 26 Ιανουαρίου 2019. Οι διαδηλώσεις για το κίνημα «κίτρινα γιλέκα» οργανώνονταν στις μεγαλύτερες πόλεις της Γαλλίας. Η κινητοποίηση παρέμενε δυνατή. Η υποστήριξη του κόσμου είχε ελαφρώς μειωθεί αλλά ήταν ακόμη τεράστια (60%-70%, σύμφωνα με τα γκάλοπ). Το κύριο σύνθημα παραμένει το ίδιο από τις 17 Νοεμβρίου 2018: «Ο Μακρόν πρέπει να παραιτηθεί». Τον Δεκέμβριο προστέθηκε ένα ακόμη σύνθημα: «Δημοψήφισμα με πρωτοβουλία των πολιτών».
Η κυβέρνηση και ο γάλλος πρόεδρος Εμμανουήλ Μακρόν κάνουν ό, τι μπορούν για να συντρίψουν το κίνημα. Έχουν δοκιμάσει προσβολές, δυσφήμιση, έχουν πει ότι οι διαδηλωτές ήταν «στασιαστές» που επιθυμούν να ανατρέψουν τα θεσμικά όργανα αλλά και φασίστες, χαρακτηρίζοντας τους ως «καφέ πανούκλα». Στις 31 Δεκεμβρίου ο Μακρόν τους περιέγραψε ως «απεχθή πλήθη». Η παρουσία κάποιων αντισημιτών οδήγησε έναν εκπρόσωπο της κυβέρνησης (λανθασμένα) να περιγράψει ολόκληρο το κίνημα ως «αντισημιτικό».
Ο Υπουργός Εσωτερικών, Κριστόφ Καστανέρ, διέταξε την αστυνομία να καταφύγει σε ένα βαθμό βίας που είχε να παρατηρηθεί από την εποχή του πολέμου της Αλγερίας (1954-62). Κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων δεκαετιών στη Γαλλία, άλλες ταραχές έχουν λάβει χώρα πολλές φορές. Το 2005, για παράδειγμα, όταν ολόκληρη η χώρα υποβλήθηκε σε εμπρησμούς και ταραχές για εβδομάδες, ο αριθμός των πληγωμένων τραυματιών παρέμεινε χαμηλός. Αλλά η βία έχει συνέπειες. Μόλις τις τελευταίες εβδομάδες, 1.700 διαδηλωτές έχουν τραυματιστεί, μερικοί σοβαρά. Δεκαεννέα έχασαν το μάτι τους· τέσσερις έχασαν το χέρι τους. Παρόλο που οι Γάλλοι αστυνομικοί δεν χρησιμοποιούν θανατηφόρα όπλα, χρησιμοποιούν εκτοξευτήρες λαστιχένιων σφαιρών και συχνά πυροβολούν στα πρόσωπα των διαδηλωτών - ένας στόχος απαγορευμένος από τους ισχύοντες κανόνες δέσμευσης. Οι Γάλλοι είναι επίσης η μόνη αστυνομική δύναμη στην Ευρώπη που χρησιμοποιεί χειροβομβίδες κρότου λάμψης.
Ο Μακρόν ποτέ δεν αντιμετώπισε τους διαδηλωτές ως ανθρώπους που έχουν νόμιμες απαιτήσεις, οπότε δεν έδωσε ποτέ προσοχή στις απαιτήσεις τους. Συμφώνησε μόνο να αναστείλει τον πρόσθετο φόρο επί των καυσίμων, ο οποίος έπρεπε να είχε επιβληθεί από τον Ιανουάριο, και να χορηγήσει μια ελαφρά αύξηση του κατώτατου μισθού – τα οποία και έκανε μόνο μετά από εβδομάδες διαμαρτυριών.
Οι δημοσιογράφοι υποστηρίζουν πως ο Μακρόν νόμιζε ότι το κίνημα θα εξασθενούσε μετά διάλλειμα στο τέλος της χρονιάς· ότι η βία από πλευράς των αστυνομικών και η απελπισία θα ωθούσαν τους διαδηλωτές να παραιτηθούν και ότι η υποστήριξη του γενικού πληθυσμού θα κατέρρεε. Τίποτα τέτοιο δεν έγινε, ωστόσο.
Είναι εμφανές πως ο Μακρόν δεν επιθυμεί να καλύψει τις απαιτήσεις των διαμαρτυρόμενων· πως δεν θα παραιτηθεί και πως αρνείται να δεχτεί την πρωτοβουλία των πολιτών για δημοψήφισμα. Προφανώς έχει αποφασίσει ότι αν διαλύσει την εθνική συνέλευση και πραγματοποιήσει βουλευτικές εκλογές για να σταματήσει η κρίση – όπως έκανε ο Πρόεδρος Σαρλ ντε Γκωλ για να σταματήσει μια εξέγερση τον Μάιο του 1968, όπως επιτρεπόταν από το Γαλλικό Σύνταγμα— θα υποστεί μεγάλη ήττα. Είναι φανερό πως η πλειοψηφία του γαλλικού πληθυσμού τον απορρίπτει, οπότε είναι αποφασισμένος να βρει διέξοδο:
Ο Μακρόν κάλεσε το λαό σε «μεγάλο εθνικό διάλογο» για την επίλυση των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η χώρα. Σύντομα κατέστη σαφές ότι ο «μεγάλος διάλογος» θα ήταν αντισυμβατικός, τουλάχιστον.
Ο Μακρόν έγραψε μια επιστολή προς όλους τους Γάλλους πολίτες με την οποία τους προσκαλούσε να «συμμετάσχουν», λέγοντας όμως ρητά ότι ο «διάλογος» δεν επρόκειτο να αλλάξει τίποτα, ότι η κυβέρνηση θα συνέχιζε ακριβώς προς την ίδια κατεύθυνση («Δεν έχω ξεχάσει ότι εκλέχτηκα για ένα έργο, σε σημαντικούς προσανατολισμούς στους οποίους παραμένω πιστός.»), και πως ότι έγινε από την κυβέρνηση από τον Ιούνιο του 2017 θα παρέμενε ως έχει («Δεν θα αναιρέσουμε τα μέτρα που έχουμε λάβει»).
Έπειτα εμπιστεύτηκε την διοργάνωση του «διαλόγου» και την σύνταξη των συμπερασμάτων σε δύο μέλη της κυβέρνησης και απαίτησε η «καταγραφή παραπόνων» να γίνει διαθέσιμη στο κοινό σε όλα τα δημαρχεία.
Στη συνέχεια, ο Μακρόν ξεκίνησε τον «διάλογο» συναντώντας τους δημάρχους πολλών πόλεων αλλά όχι δημόσια. Φαίνεται ότι ανησυχούσε ότι, αν οργάνωσε συναντήσεις ανοιχτές στο κοινό, το πλήθος θα τον αποδοκίμαζε.
Οι δύο πρώτες συναντήσεις πραγματοποιήθηκαν σε μικρές πόλεις (με 2000-3000 κατοίκους) και με δημάρχους στους οποίους επέτρεψαν οι διοργανωτές να έρθουν – οι οποίοι διοργανωτές είχαν επιλέγει από τον Μακρόν. Οι διοργανωτές επέλεξαν ακόμη και τις ερωτήσεις που θα γίνονταν, έπειτα τις έστειλαν στον Μακρόν για να απαντηθούν στην συνάντηση.
Τη προηγούμενη μέρα από κάθε συνάντηση, η επιλεγμένη πόλη ετίθεντο υπό τη διοίκηση της τοπικής αστυνομίας. Όλοι οι δρόμοι πρόσβασης στην πόλη ήταν κλειστοί και οποιοσδήποτε βρέθηκε να φοράει ένα κίτρινο γιλέκο ή να φέρει ένα στο αυτοκίνητό του, τιμωρήθηκε. Όλες οι διαδηλώσεις στην πόλη απαγορεύτηκαν απαρέγκλιτα. Η αστυνομία εξασφάλισε ότι ο δρόμος που χρησιμοποίησε η συνοδεία του Μακρόν για να φτάσει στην πόλη ήταν άδειος από οποιαδήποτε ανθρώπινη παρουσία για αρκετές ώρες πριν φτάσει η συνοδεία.
Τα κανάλια τηλεοπτικών ειδήσεων κλήθηκαν να μεταδώσουν όλες τις συναντήσεις, οι οποίες διήρκησαν έξι έως επτά ώρες. Μόνο λίγοι δημοσιογράφοι, επίσης επιλεγμένοι από τον Μακρόν, είχαν άδεια να παρευρεθούν.
Αρκετοί σχολιαστές υπογράμμισαν ότι η προσποίηση για «διάλογο» είναι ανοησία και ότι η ανάθεση της διοργάνωσης του «διαλόγου» και της σύνταξης των συμπερασμάτων αυτού σε μέλη της κυβέρνησης και ο τρόπος που οργανώθηκαν οι συναντήσεις αποδεικνύουν σαφώς ότι αυτές οι παραστάσεις είναι απάτη.
Ορισμένοι σχολιαστές επεσήμαναν ότι ο όρος «καταγραφή παραπόνων» έχει να χρησιμοποιηθεί από την εποχή της απόλυτης μοναρχίας, ότι οι δήμαρχοι είναι διακοσμητικοί και ότι η κατάσταση πολιορκίας των πόλεων τις οποίες επισκέπτεται ο Μακρόν είναι ανάξια μιας δημοκρατίας.
Ένας Γάλλος οικονομολόγος, ο Nicolas Lecaussin, που μεγάλωσε στην Ρουμανία, έγραψε πως αυτές οι συναντήσεις του θύμισαν την εποχή του κομμουνισμού στην Ρουμανία.
Ο συγγραφέας Ερίκ Ζεμούρ είπε πως ο Μακρόν προσπαθεί απελπισμένα να σώσει την προεδρία του αλλά πως η προσπάθεια θα είναι άχρηστη:
«Ο Μακρόν έχει χάσει την αξιοπιστία του. Η προεδρία του είναι παρελθόν... Για τρεις μήνες η χώρα βρίσκεται σε οικονομικό τέλμα · και ο Μακρόν, προκειμένου να σώσει την προεδρία του, προκαλεί στη χώρα δύο μήνες πρόσθετης οικονομικής στασιμότητας και δύο ακόμη μήνες διαδηλώσεων. Όταν οι άνθρωποι καταλαβαίνουν πως έχουν εξαπατηθεί, ο θυμός θα μπορούσε να αυξηθεί... Η Γαλλία είναι ήδη μια χώρα σε πολύ κακή κατάσταση.»
Η γαλλική οικονομία είναι, στην πραγματικότητα, άκαμπτη. Ο Δείκτης Οικονομικής Ελευθερίας των Heritage Foundation και Wall Street Journal την κατατάσσουν στην 71η θέση παγκοσμίως (35η ανάμεσα στις 44 χώρες της Ευρώπης) και σημειώνει πως «οι δημόσιες δαπάνες αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το ήμισυ της συνολικής εγχώριας παραγωγής». Ο Δείκτης αποκαλύπτει ότι «ο προϋπολογισμός έχει υποστεί χρόνια έλλειψη»· ότι «η διαφθορά παραμένει ως πρόβλημα» και ότι «η αγορά εργασίας επιβαρύνεται με αυστηρούς κανονισμούς» που οδηγούν σε υψηλά ποσοστά ανεργίας.
Η Γαλλία έχει χάσει σχεδόν όλα τα εργοστάσιά της (οι βιομηχανικές θέσεις εργασίας αντιπροσωπεύουν μόνο το 9,6% της συνολικής απασχόλησης). Ο τομέας της γεωργίας βρίσκεται σε παρακμή, παρά τις τεράστιες ευρωπαϊκές επιδοτήσεις: το 30% των Γάλλων αγροτών κερδίζει λιγότερο από 350 ευρώ (400$) το μήνα και δεκάδες αυτοκτονούν κάθε χρόνο. Στον τομέα της υψηλής τεχνολογίας, η Γαλλία ουσιαστικά απουσιάζει.
Η μαζική μετανάστευση εξειδικευμένων επαγγελματιών έχει ξεκινήσει χωρίς να υπάρχουν σημάδια πως θα σταματήσει.
Ταυτόχρονα, κάθε χρόνο, έρχονται 200.000 μετανάστες από την Αφρική ή τον Αραβικό κόσμο, συχνά χωρίς προσόντα. Οι περισσότεροι είναι Μουσουλμάνοι και συνεισφέρουν στον εξισλαμισμό της Γαλλίας.
Πρόσφατα, όταν ένας οικοδεσπότης ενός talk show ρώτησε τον Ζεμούρ γιατί ο Μακρόν δεν βάζει το ενδιαφέρον της χώρας υψηλότερα λαμβάνοντας υπόψη την πραγματικότητα, ο συγγραφέας απάντησε:
«Ο Μακρόν είναι τεχνοκράτης. Νομίζει πως έχει πάντα δίκιο. Έχει προγραμματιστεί για να κάνει αυτό που κάνει. Για αυτόν, η Γαλλία και οι Γάλλοι δεν έχουν σημασία. Είναι στην υπηρεσία της τεχνοκρατίας. Θα κάνει αυτό ακριβώς που θέλουν η τεχνοκρατία και η ανώτερη τάξη, [που είναι] εντελώς αποκομμένες από το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της χώρας... Αυτοί που θέλουν να καταλάβουν πρέπει να διαβάσουν Christophe Guilluy.»
Ο Guilluy, ένας γεωγράφος, δημοσίευσε δύο βιβλία: La France périphérique («Περιφερειακή Γαλλία») το 2014, και, μόλις εβδομάδες πριν το ξέσπασμα της διαδήλωσης, No society. La fin de la classe moyenne occidentale («Καμία κοινωνία. Το τέλος της δυτικής μεσαίας τάξης»). Σε αυτά, εξηγεί πως ο πληθυσμός της Γαλλίας σήμερα χωρίζεται σε τρεις ομάδες. Η πρώτη ομάδα είναι η ανώτατη τάξη, ενσωματωμένη πλήρως στην παγκοσμιοποίηση, αποτελούμενη από τεχνοκράτες, πολιτικούς, ανώτερους δημόσιους υπαλλήλους, στελέχη που εργάζονται για πολυεθνικές εταιρείες και δημοσιογράφους που εργάζονται για τα κοινότυπα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Τα μέλη αυτής της τάξης ζουν στο Παρίσι και στις κύριες πόλεις της Γαλλίας.
Η δεύτερη ομάδα ζει στα προάστια των σημαντικότερων πόλεων και σε απαγορευμένες περιοχές («Zones Urbaines Sensibles»). Αποτελείται κυρίως από μετανάστες. Η γαλλική ανώτερη τάξη, που είναι η κυρίαρχη, προσλαμβάνει ανθρώπους για να την υπηρετούν άμεσα ή έμμεσα. Αμείβονται φτωχά, αλλά επιδοτούνται σε μεγάλο βαθμό από την κυβέρνηση και ζουν όλο και περισσότερο σύμφωνα με τους δικούς τους πολιτισμούς και πρότυπα.
Η τρίτη ομάδα είναι εξαιρετικά μεγάλη: είναι το υπόλοιπο του πληθυσμού. Είναι η ομάδα που ονομάζεται «περιφερειακή Γαλλία». Τα μέλη της αποτελούνται από χαμηλόβαθμους δημόσιους υπαλλήλους, χειρώνακτες και πρώην χειρώνακτες, εργαζόμενους εν γένει, βιοτέχνες, μικρούς επιχειρηματίες, καταστηματάρχες, αγρότες και άνεργους.
Για την ανώτερη τάξη είναι άχρηστοι. Η ανώτερη τάξη τους συμπεριφέρεται ως θλιβερό περιττό βάρος και δεν περιμένουν τίποτα από αυτούς παρά σιωπή και υποταγή.
Τα μέλη της «περιφερειακής Γαλλίας» έχουν απομακρυνθεί από τα προάστια λόγω της εισροής μεταναστών και της εμφάνισης απαγορευμένων ζωνών. Αυτοί οι «περιφερειακοί», ως επί το πλείστον, ζουν 30 χιλιόμετρα μακριά ή και περισσότερο από τις μεγάλες πόλεις. Μπορούν να δουν ότι η ανώτερη τάξη τους απορρίπτει. Οι άνθρωποι αυτοί συχνά τα βγάζουν δύσκολα πέρα. Πληρώνουν φόρους αλλά βλέπουν πως μεγάλο μέρος αυτών των χρημάτων χρησιμοποιείται για την επιδότηση αυτών που τους έδιωξαν από τις προαστιακές τους κατοικίες. Όταν ο Μακρόν μείωσε τους φόρους των πλουσιότερων, αλλά αύξησε τους φόρους αυτών των «περιφερειακών» μέσω φόρου καυσίμων, το ποτήρι ξεχείλισε - πέρα από την αλαζονική στάση του.
Σε πρόσφατη συνέντευξη του στο Βρετανικό διαδικτυακό περιοδικό Spiked, ο Guilluy είπε ότι το κίνημα των «κίτρινων γιλέκων» είναι ένα απελπισμένο ξύπνημα της «περιφερειακής Γαλλίας». Προέβλεψε ότι παρά τις προσπάθειες του Μακρόν να εκτοπίσει το πρόβλημα, η αφύπνιση θα διαρκέσει και ότι είτε ο Μακρόν «θα αναγνωρίσει την ύπαρξη αυτών των ανθρώπων, είτε θα πρέπει να στραφεί σε έναν μαλακό ολοκληρωτισμό».
Προς στιγμήν, ο Μακρόν δεν φαίνεται να θέλει να αναγνωρίσει πως αυτοί οι άνθρωποι υπάρχουν.
Σύμφωνα με τον François Martin, δημοσιογράφο του μηνιαίου ηλεκτρονικού περιοδικού Causeur, ο Μακρόν έχει θέσει τον εαυτό του σε τέλμα:
«Πρέπει να πάρει αποφάσεις και δεν μπορεί πλέον να πάρει αποφάσεις χωρίς να κάνει τα πράγματα χειρότερα... Ο Μακρόν θα έπρεπε να συμφωνήσει να παραιτηθεί, αλλά δεν θα το κάνει, και θα προτιμούσε να πάει μέχρι τέλους και να βρει τοίχο... Τα επόμενα τρία χρόνια θα είναι δύσκολα για τα κίτρινα γιλέκα και για τη Γαλλία».
Μετά το πέρας των διαδηλώσεων στο Παρίσι στις 26 Ιανουαρίου, χιλιάδες διαδηλωτές είχαν σχεδιάσει να συγκεντρωθούν ειρηνικά σε μία από τις κεντρικές πλατείες της πόλης, τη Place de la Republique, για «διάλογο» και για να απαντήσουν στον «διάλογο» που διοργάνωσε ο Μακρόν. Η αστυνομία ακολούθησε διαταγές για να τους διαλύσει με τη βία· για άλλη μια φορά χρησιμοποίησαν εκτοξευτήρες λαστιχένιων σφαιρών και χειροβομβίδες κρότου λάμψης για να κάνουν ακριβώς αυτό.
Ένας από τους αρχηγούς των «κίτρινων γιλέκων», ο Jerome Rodrigues, πυροβολήθηκε στο πρόσωπο καθώς μαγνητοσκοπούσε αστυνομικούς σε μια κοντινή πλατεία, στη Place de la Bastille. Έχασε ένα μάτι και νοσηλεύτηκε για αρκετές ημέρες. Άλλοι διαδηλωτές τραυματίστηκαν επίσης.
Την άνοιξη του 2016, αριστερόφρονες είχαν διοργανώσει συζητήσεις στις ίδιες τοποθεσίες και τους επιτράπηκε να παραμείνουν εκεί για τρεις μήνες χωρίς την παρέμβαση της αστυνομίας.
Σε ένα άρθρο που περιγράφει τα γεγονότα της 26ης Ιανουαρίου, ο αρθογράφος Ivan Rioufol έγραψε στο Le Figaro: «Η καταπίεση φαίνεται να είναι το μόνο επιχείρημα της τάξης που βρίσκεται στην εξουσία, που αντιμετωπίζει μια μεγάλης κλίμακας διαμαρτυρία που δεν θα αποδυναμωθεί».
Ο λόγος που τα σημερινά γεγονότα είναι ιδιαίτερα άσχημα, σύμφωνα με τον Xavier Lemoine, δήμαρχο του Μονφερμέιγ, μια πόλη στα ανατολικά προάστια του Παρισιού όπου τα επεισόδια του 2005 είχαν καταστροφικές συνέπειες, είναι επειδή:
«Το 2005, η αστυνομία ήταν σαφώς ο στόχος των διαδηλωτών και επέδειξαν αυτοσυγκράτηση στη χρήση βίας για να μειώσουν τη βία. Σήμερα, η πλειοψηφία των διαμαρτυρόμενων δεν επιτίθεται στους αστυνομικούς. Ωστόσο, οι αστυνομικοί αντί να κατευνάσουν τη βία, λαμβάνουν διαταγές που τους ωθούν στη βία. Δεν κατηγορώ την αστυνομία. Κατηγορώ αυτούς που δίνουν τις διαταγές».
Την επόμενη ημέρα, την Κυριακή 27 Ιανουαρίου, διοργανώθηκε διαδήλωση από τους υποστηρικτές του Μακρόν, οι οποίοι αυτοαποκαλούνταν «κόκκινα κασκόλ». Η διαδήλωση είχε ως σκοπό να δείξει πως ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων ήταν ακόμη στη πλευρά του Μακρόν. Οι διοργανωτές είπαν πως δέκα χιλιάδες άνθρωποι προσήλθαν. Βίντεο, ωστόσο, δείχνουν πως ο αριθμός ήταν πολύ μικρότερος.
Ο Δρ. Guy Millière, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού, είναι συγγραφέας 27 βιβλίων στη Γαλλία και την Ευρώπη.