Η πιο εντυπωσιακή ομοιότητα μεταξύ των ερευνών που διεξάγονται εναντίον του Προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τράμπ και του Ισραηλινού πρωθυπουργού Μπέντζαμιν Νετανιάχου είναι ότι και οι δύο βρίσκονται υπό διερεύνηση για πράξεις που το νομοθετικό τους σώμα δεν έκρινε απερίφραστα ως εγκληματικές. Στην εικόνα: Τραμπ και Νετανιάχου σε κοινή συνέντευξη Τύπου στην Ουάσινγκτον στις 15 Φεβρουαρίου 2017. (Πηγή εικόνας: Λευκός Οίκος) |
Υπάρχουν εντυπωσιακές ομοιότητες, καθώς και σημαντικές διαφορές, μεταξύ των ερευνών που διεξάγονται εναντίον του Aμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ από το Κογκρέσο των ΗΠΑ και του Ισραηλινού πρωθυπουργού Μπέντζαμιν Νετανιάχου, στον οποίο απλώς απαγγέλθηκαν κατηγορίες.
Η πιο εντυπωσιακή ομοιότητα είναι ότι και οι δύο βρίσκονται υπό διερεύνηση για πράξεις που το νομοθετικό τους σώμα δεν έκρινε απερίφραστα ως εγκληματικές. Επιπλέον, κανένας νομοθέτης σε καμία χώρα που διέπεται από κράτος δικαίου δεν θα θέσπιζε ποτέ ένα γενικό νομοθέτημα που θα ποινικοποιούσε μια τέτοια συμπεριφορά. Η διερεύνηση γι αυτούς τους δύο αμφιλεγόμενους ηγέτες βασίζεται στη χρήση γενικών νόμων που ποτέ προηγουμένως δεν κρίθηκε σκόπιμο να εφαρμοστούν για τη συγκεκριμένη συμπεριφορά στοχοποιώντας συγκεκριμένα πολιτικά πρόσωπα.
Ο Νετανιάχου κατηγορήθηκε για δωροδοκία με το αιτιολογικό ότι δήθεν συμφώνησε να βοηθήσει μια εταιρεία μέσων μαζικής ενημέρωσης με αντάλλαγμα περισσότερη θετική κάλυψη και/ή λιγότερη αρνητική κάλυψη. Υπάρχουν διαφωνίες σχετικά με τα γεγονότα, αλλά ακόμη και αν θεωρηθούν λιγότερο ευνοϊκά για τον Νετανιάχου, δεν αποτελούν έγκλημα δωροδοκίας.
Ούτε η Κνέσετ θα θέσπιζε ποτέ νόμο ο οποίος θα καθιστούσε έγκλημα για ένα μέλος της να ψηφίσει προκειμένου να αποκτήσει καλή κάλυψη από τα μέσα ενημέρωσης. Εάν περνούσε ποτέ ένας τέτοιος νόμος, ολόκληρη η Κνέσετ θα βρισκόταν στη φυλακή. Οι πολιτικοί αναζητούν πάντα καλή κάλυψη και πολλοί ψηφίζουν έχοντας αυτό κατά νου. Ορισμένοι μάλιστα κάνουν διαπραγματεύσεις για καλή κάλυψη πριν από τη διενέργεια ψηφοφορίας. Γι αυτό έχουν γραμματείς Τύπου και συμβούλους ΜΜΕ.
Ούτε θα μπορούσε να κατατεθεί ένα εύλογο νομοθέτημα που να καλύπτει την υποτιθέμενη συμπεριφορά του Νετανιάχου, αλλά όχι εκείνη των άλλων μελών της Κνέσετ που παζάρεψαν τις ψήφους τους για καλή κάλυψη από τον Τύπο. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο κανένα νομοθετικό σώμα σε μια χώρα που διέπεται από κράτος δικαίου δεν έχει κάνει ποτέ θετική κάλυψη στα μέσα ενημέρωσης για το "quid" ή το "quo" που είναι απαραίτητα για μια καταδίκη για δωροδοκία, και γι αυτόν το λόγο δεν θα πρέπει να απαγγελθεί κατηγορία στον Νετανιάχου για δωροδοκία από τα δικαστήρια.
Επικυρώνοντας μια καταδικαστική απόφαση βασισμένη στη θετική κάλυψη των μέσων ενημέρωσης, θα έθετε σε κίνδυνο τόσο την ελευθερία του Τύπου όσο και τις δημοκρατικές διαδικασίες διακυβέρνησης. Οι εισαγγελείς θα πρέπει να παραμείνουν εκτός των αλληλεπιδράσεων μεταξύ των πολιτικών και των μέσων μαζικής ενημέρωσης, εκτός αν διαπραχθούν συγκεκριμένα εγκλήματα ―που να διαχωρίζονται από αμφισβητήσιμες πολιτικές αμαρτίες― και κανείς δεν πρέπει ποτέ να διωχθεί για πράξεις που ποτέ δεν θεωρήθηκαν εγκληματικές, και δεν θα θεωρηθούν ποτέ εγκληματικές από το νομοθετικό σώμα.
Ο Πρόεδρος Τραμπ βρίσκεται επίσης υπό διερεύνηση για υποτιθέμενη δωροδοκία. Αρχικά, οι Δημοκρατικοί θεώρησαν ότι θα μπορούσαν να τον κατηγορήσουν για μη εγκληματική συμπεριφορά, όπως υποτιθέμενη κακοδιοίκηση, κατάχρηση εξουσίας ή ανήθικη συμπεριφορά. Νομίζω ότι τώρα έχουν πειστεί από εμένα και από άλλους ότι καμία κατηγορία δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί συνταγματική, εκτός εάν ο Πρόεδρος κρινόταν ένοχος για τα εγκλήματα που ορίζει το Σύνταγμα, δηλαδή «προδοσία, δωροδοκία ή άλλα σοβαρά εγκλήματα και παραπτώματα». Έτσι, η Δημοκρατική ηγεσία έχει πλέον καταλήξει στη δωροδοκία ως το αδίκημα για το οποίο μπορεί να ενοχοποιήσει τον Πρόεδρο Τραμπ. Το πρόβλημα με αυτή την προσέγγιση ―παρόμοια με το πρόβλημα της ισραηλινής προσέγγισης εναντίον του Νετανιάχου― είναι ότι απλώς, δεν αποτελεί έγκλημα για έναν Πρόεδρο να χρησιμοποιεί την εξουσία του στην εξωτερική πολιτική για πολιτικό, κομματικό ή και προσωπικό όφελος. Φανταστείτε το Κογκρέσο να προσπαθεί να περάσει έναν νόμο που να καθορίζει τι θα αποτελούσε εγκληματική κατάχρηση της εξουσίας της εξωτερικής πολιτικής, που να διαχωρίζεται από την πολιτική ή την ηθική κατάχρηση.
Οι πρόεδροι μάλιστα εμπλέκονται σε στρατιωτικές ενέργειες για πολιτικό κέρδος. Έχουν δώσει βοήθεια σε ξένες χώρες για να τους βοηθήσουν να εκλεγούν. Έχουν διορίσει πρεσβευτές μη βασισμένοι στις ικανότητές τους, αλλά σε προηγούμενη και αναμενόμενη μελλοντική πολιτική συνεισφορά. Κανένα από αυτά δεν έχει ποτέ θεωρηθεί εγκληματικό, και το Κογκρέσο δεν θα ονειρευόταν ποτέ να θεσπίσει ένα ποινικό νόμο που να επιδιώκει να καλύψει μια τέτοια συμπεριφορά.
Θα μπορούσε να εξιχνιάσει ένα συγκεκριμένο έγκλημα βασισμένο στην αναζήτηση προσωπικού πολιτικού οφέλους και όχι σε πολιτικό όφελος; Αμφιβάλλω. Αλλά ακόμη κι αν μπορούσε να αναλύσει ένα τέτοιο νομοθέτημα, δεν το έπραξε. Και αν δεν το έπραξε, ούτε το Κογκρέσο ούτε οι εισαγγελείς μπορούν να προσπαθήσουν να ποινικοποιήσουν την άσκηση εξουσίας εξωτερικής πολιτικής ενός Προέδρου με το αιτιολογικό ότι δεν τους αρέσει ο τρόπος που τη χρησιμοποίησε ή ακόμα και αν την καταχράστηκε.
Το βασικό στοιχείο στο κράτος δικαίου είναι ότι κανείς δεν μπορεί να τεθεί υπό διερεύνηση, να παραπεμφθεί σε δίκη ή να κατηγορηθεί, εκτός εάν η συμπεριφορά του παραβιάζει προϋπάρχουσες και αδιαμφισβήτητες απαγορεύσεις. Ούτε το Κογκρέσο ούτε οι εισαγγελείς μπορούν να επινοήσουν κάτι τέτοιο στην πορεία, επειδή ούτε και αυτοί δεν βρίσκονται υπεράνω νόμου.
Ας δούμε τώρα τις διαφορές. Το Ισραήλ είναι μια κοινοβουλευτική δημοκρατία στην οποία ο Πρωθυπουργός μπορεί να απομακρυνθεί με απλή ψήφο μη εμπιστοσύνης. Δεν είναι υποχρεωτικός, ή δεν χρειάζεται, ένας μηχανισμός καταγγελίας. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, από την άλλη πλευρά, είναι μια Δημοκρατία με διαχωρισμό των εξουσιών, ελέγχους και ισορροπίες. Οι «Ιδρυτικοί Πατέρες» του αμερικανικού Συντάγματος, υπό την ηγεσία του Τζέιμς Μάντισον, θεώρησαν ότι η δύναμη της μομφής είναι σημαντική για τη διατήρηση της Δημοκρατίας μας και όχι για να την μετατροπή της σε κοινοβουλευτική δημοκρατία. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο απέρριψαν μια πρόταση που θα επέτρεπε τη δίωξη λόγω «κακοδιαχείρισης». Τέτοια κριτήρια με αβέβαιο αποτέλεσμα, σύμφωνα με τον Μάντισον, θα είχαν οδηγήσει σε μια κατάσταση στην οποία ο Πρόεδρος θα λειτουργούσε κατά τη βούληση του Κογκρέσου. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο Μάντισον επέμεινε στα συγκεκριμένα κριτήρια απαγγελίας κατηγορίας που αποδέχτηκαν τελικά οι «Ιδρυτικοί Πατέρες».
Παρόλο που οι διαφορές μεταξύ Ισραήλ και Ηνωμένων Πολιτειών είναι σημαντικές, συμμερίζονται το κράτος δικαίου. Σύμφωνα με το κράτος δικαίου, σωστά εφαρμοσμένο, ούτε ο Νετανιάχου ούτε ο Τραμπ θα πρέπει να θεωρηθούν ένοχοι δωροδοκίας.
Ο Alan M. Dershowitz είναι ομότιμος καθηγητής της έδρας Felix Frankfurter στη Νομική Σχολή του Χάρβαρντ και συγγραφέας του The Case Against the Democratic House, εκδόσεις Skyhorse (2019), και του Guilt by Accusation, εκδόσεις Skyhorse (2019).